Δεν χωράει σε στόρι…
ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
— Πάμε Παίδων;
— Σοβαρά τώρα; Στο Νοσοκομείο;
— Να πούμε κάλαντα, να δώσουμε δώρα. Χριστούγεννα. Φιλανθρωπία φάση. Είπαν, θα πάμε το απόγευμα με το σχολείο όσοι μπορούμε και να φέρουμε κι από ένα δωράκι.
Λίγο το 15μελές, λίγο ο σύλλογος καθηγητών και των γονέων, τελικά οργανώθηκε, και το Λύκειό μας γέμισε παιχνίδια.
Κάπως έτσι ξεκίνησε. Μαζέψαμε επιτραπέζια, σχολικά είδη, αυτοκόλλητα, άπειρα μπαλόνια, κουκλάκια κι ο,τι βρήκε ο καθένας. Βάλαμε και σκουφάκια κόκκινα, για να φτιάξουμε κλίμα. Όλοι παριστάναμε τους χαλαρούς, αλλά μέσα μας… παγωμένοι για το άγνωστο και τη συνάντηση με τον πόνο. Κανείς δεν είχε ιδέα τι θα συναντήσουμε.
Μαζευτήκαμε, καμιά τριάντα άτομα τελικά.
Μπαίνουμε. Διάδρομος άσπρος, μύριζε έντονα καθαριότητα και κάτι άλλο… που δεν το περιγράφεις. Τα βλέμματα των γονιών πονεμένα. Εμείς με τις σακούλες στα χέρια και τις καρδιές στο στομάχι.
— Εμείς είμαστε οι καλεσμένοι ή οι αμήχανοι;
— Λίγο και τα δύο, λέει η Μυρτώ.
Πρώτο δωμάτιο: Η Άννα, οκτώ χρονών. Χέρια με ορό και διάφορα άλλα, μάτια πιο φωτεινά κι απ’ τον φάρο του κινητού σου.
— Θα μου πείτε τα κάλαντα;
Τραγουδήσαμε. Εκείνη χαμογελούσε με όλο της το πρόσωπο. Της δώσαμε μια κούκλα και κάμποσα μπαλόνια. Μας έδωσε πίσω μια ζωγραφιά. Μια φάτνη. Και πάνω έγραφε:
«Ο Χριστός γεννιέται και στις καρδιές που πονούν». Ούτε φίλτρα, ούτε λόγια. Σιγή.
Επόμενο δωμάτιο: ο Θοδωρής. Πέντε χρονών. Του δίνουμε ένα αυτοκινητάκι. Ο Σπύρος του έριχνε από μακριά και μπαλόνια, που τα φούσκωνε εκείνη την ώρα. Ο μικρός τα κοιτούσε χαμογελαστός, αλλά δεν τα έπιανε.
— Θέλω να καθίσετε λίγο μαζί μου. Θέλετε να δούμε παιδικά;
Καθίσαμε γύρω από το κρεβάτι του μια παρέα. Η Αλεξάνδρα δεν άντεξε, τον πήρε μια αγκαλιά. Ήθελε μόνο αυτό. Μια αγκαλιά. Να νιώσει ότι είναι παιδί, όχι «ασθενής». Μείναμε εκεί, μέχρι που, να, σύντομα τον πήρε ο ύπνος πάνω στον ώμο του Σπύρου, που συνέχιζε να του φουσκώνει μπαλόνια.
Στην επόμενη πτέρυγα… ο Μάριος. Εφτά χρονών. Του λέμε τα κάλαντα, χαίρεται τρελά.
— Μπορώ να έρθω κι εγώ να τα πούμε και στους άλλους;
— Μπορείς;
— Θα πάρω το καροτσάκι μου και με πάτε.
Ο γιατρός μας έγνεψε «ναί» με χαρά. Τον βάλαμε μπροστά μας σαν μαέστρο. Χτυπούσε παλαμάκια, μας διόρθωνε τους στίχους, γελούσε. Έλαμπε. Δεν ήθελε δώρο. Ήθελε να μπεί στην ομάδα μας.
Στο λεωφορείο της επιστροφής, κανείς δεν μιλούσε. Μόνο ένα σχόλιο:
— Πήγαμε να τους δώσουμε και… μας τα δώσαν όλα πίσω, κι ακόμα περισσότερα!
Δεν το ξεχνάς αυτό.
Δεν έχεις ιδέα τι είναι Χριστούγεννα, μέχρι να σου το δείξει ένα παιδί∙ μια φάτνη με ένα άλλο Παιδί! Τον Νεογέννητο Χριστό, που ήρθε για την κάθε καρδιά που κρύβει τόση ομορφιά!
Κι όχι! Αυτά δεν χωράνε σε ένα στόρι. Τι να πρωτο…ανεβάσεις; Αυτά σου κατεβάζουν τα τείχη του «εγώ» σου και βλέπεις γύρω σου τους άλλους που έχουν ανάγκη από ένα σου χαμόγελο, ένα μπαλόνι, μια αγκαλιά. Σου γκρεμίζουν τον εγωισμό και τις φοβίες. Και σε χτίζουν απ’ την αρχή.
Καλά Χριστούγεννα!
δρομέας
Περιοδικό «ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΙΚΗ», Δεκέμβριος 2025




