Πλημμύρισε ο τόπος!
ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Χήρα και πιστή γυναίκα η Άννα και μοναδικό στήριγμα ο γιός της, ο Κωστής. Παιδί καλόγνωμο, άριστος μαθητής, υπάκουος στις συμβουλές της μητέρας του.
Όμως, δεν άργησαν να ‘ρθούν και τα ανταριασμένα φοιτητικά χρόνια. Ελεύθερος και αδέσμευτος από συμβουλές, με ιδεολογίες ξενόφερτες, ενάντιες στο συντηρητισμό, όπως νόμιζε. Τη στάση του αυτή την πρόδιδε και η εξωτερική του εμφάνιση.
Όλα τούτα πλήγωναν την καρδιά της Άννας, που κατάπινε την πίκρα της και κατέφευγε στην προσευχή, χωρίς ποτέ να πληγώνει τον Κωστή με παρατηρήσεις…
Σε όλη τούτη την παραφωνία υπήρχε και μια αχνή ελπίδα. Το καλοκαίρι στις διακοπές, ο Κωστής βοηθούσε τη μητέρα του στο χωράφι με τα είκοσι στρέμματα –κληρονομιά του πατέρα του, σπαρμένο με βαμβάκι– κι έβγαζε ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσό για τις σπουδές του. Αυτό το τελευταίο το αναγνώριζε ο φίλος μας.
Το περσινό καλοκαίρι ο ουρανός κρατούσε πεισματικά τα σύννεφα και η παρατεινόμενη ξηρασία έφερε ρωγμές στα χωράφια κι απειλούσε τη συγκομιδή μιάς χρονιάς. Το λιγοστό νερό του καναλιού μόλις έφτανε για μια δόση ποτίσματος με αυστηρή σειρά προτεραιότητας. Τώρα –σύμπτωση ήταν;– πάντως έπρεπε ο Κωστής να ποτίσει αχάραγα την Κυριακή.
Νωρίς νωρίς φόρεσε τις αδιάβροχες μπότες του και πήρε «επ’ ώμου» την τσάπα.
–Παιδί μου, σήμερα είναι Κυριακή, ημέρα λατρείας του Θεού. Έλα να πάμε στην εκκλησία, να πάρουμε την ευλογία του Θεού. Το πότισμα μπορεί να γίνει και μετά τη θεία Λειτουργία.
–Άσε με, ρε μάνα, και τράβα στη δουλειά σου! Το χωράφι μας καίγεται και την εκκλησία θα κοιτάξουμε τώρα!
Βρόντηξε την πόρτα και ξεκίνησε για το χωράφι.
Η πιστή μάνα ήταν από τον «Εξάψαλμο» στον Ναό. Μια μυστική δέηση, ένα πονεμένο «Κύριε ελέησον» για όλους αλλά και για τον Κωστή…
Τελείωσε η θεία Λειτουργία. Η Άννα κοινωνημένη, με το αντίδωρο στο χέρι επιστρέφει στο σπίτι της. Πλησιάζει την πόρτα, παίρνει τα κλειδιά για ν’ ανοίξει… Θεέ μου, πως δεν λιποθύμησε; Η πόρτα ανοιχτή και… σίγουρα κάποιος ανεπιθύμητος επισκέπτης! Γελάστηκε όμως. Απέναντί της, αραγμένος στην πολυθρόνα …ο Κωστής!
–Τι έγινε, ρε μάνα; βρόντηξε. Έφτασα στο χωράφι, πήγα στη «δέση» (δηλαδή στο κεφαλάρι), να κατεβάσω το νερό μέσα από τον σωλήνα στο κατάξερο βαμβάκι μας. Τυχαία(;) έριξα τη ματιά στα είκοσι καμένα στρέμματα. Χριστέ και Παναγιά μου, βλέπω καλά; Το χωράφι βούλιαζε στα νερά! Έβρεξε και πλημμύρισε ο τόπος! Τι να ποτίσω τώρα, τα ποτισμένα; Και για να ‘μαι σίγουρος, έτρεξα σε όλα τα διπλανά, τα κοντινά χωράφια. Όλα στεγνά, κατάξερα! Το δικό μας πλημμυρισμένο! Πήρα την τσάπα και γύρισα. Ούτε που πρόλαβα να ξεντυθώ. Με καταλαβαίνεις τώρα;
–Κωστή, παιδί μου, αυτό είναι θαύμα! Σήμερα η αγάπη του Θεού μας έδωσε τούτη τη χαρά, ώστε από τώρα και στο εξής να Τον αγαπούμε και να Τον εμπιστευόμαστε, είπε η μάνα, έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
Η επόμενη Κυριακή βρήκε πρωί πρωί τον Κωστή έτοιμο για τον εκκλησιασμό.
–Πάμε, μάνα, Κυριακή σήμερα, ημέρα λατρείας του Θεού.
Και τα μυστικά λόγια της πιστής μάνας:
–Δόξα σοι, Κύριε, δόξα Σοι!
Π. Σ.
Περιοδικό «ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΙΚΗ», Σεπτέμβριος 2025