ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (3/5)

Σήμερα 3/5 εορτάζουν:

  • Άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα
  • Άγιος Πέτρος ο Θαυματουργός Αρχιεπίσκοπος Άργους και Ναυπλίου
  • Άγιοι Διόδωρος και Ροδοπιανός ο Διάκονος
  • Άγιοι Είκοσιεπτά Μάρτυρες
  • Άγιος Οικουμένιος ο Θαυματουργός επίσκοπος Τρίκκης
  • Ανακομιδή ιερών λειψάνων του Οσίου Λουκά του εν Στειρίω
  • Αγία Ξενία η Μεγαλομάρτυρας και θαυματουργή
  • Άγιος Θεοφάνης Μητροπολίτης Περιθεωρίου
  • Άγιος Πάμβος «Καθολικός Γεωργίας»
  • Όσιος Θεοδόσιος καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου
  • Όσιοι Μιχαήλ και Αρσένιος
  • Όσιος Μάμας Πατριάρχης Γεωργίας
  • Άγιος Παύλος ο Μάρτυρας εκ Ρωσίας
  • Άγιος Γρηγόριος Αρχιεπίσκοπος Ροστώβ, Γιαροσλάβλ και Λευκής Λίμνης
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου των Σπηλαίων εν Κιέβω
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ιβηριτίσσης στη Μόσχα
  • Άγιοι Εκατόν εβδομήντα εννιά Οσιομάρτυρες οι εν τη μονή Νταού Πεντέλης μαρτυρήσαντες
  • Άγιοι Χριστόδουλος και Αναστασία και οι συν αυτοίς Νεομάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος καὶ Μαύρα

3.-Agioi-Timotheos--Maura

«Ἀ­πό βρέ­φους τά ἱ­ε­ρά γράμ­μα­τα οἶ­δας», γρά­φει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος (Β΄  Τι­μ. γ΄  15) στόν μα­θη­τή του, τόν ἐ­πί­σκο­πο Ἐ­φέ­σου Τι­μό­θε­ο. Ἀλ­λά τό ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς ἰ­σχύ­ει καί διά τόν ὁ­μώ­νυ­μό του Ἐ­πί­σκο­πο, μάρ­τυ­ρα Τι­μό­θε­ο, ὁ ὁ­ποῖ­ος γεν­νή­θη­κε στήν κω­μό­πο­λη τῶν Πα­να­πέ­ων τῆς Θη­βα­ϊ­κῆς Αἰ­γύ­πτου.

Εὐ­τύ­χη­σε κι αὐ­τός νά ἔ­χει γο­νεῖς Χρι­στια­νούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πό μι­κρό παι­δί τοῦ με­τέ­δω­σαν τήν ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ καί τήν εὐ­σέ­βεια. Κι αὐ­τός ἀ­πό τά παι­δι­κά του χρό­νια ἄν­θι­σε ὡς ὡ­ραι­ό­τα­το κρί­νο καί εὐ­ω­δί­α­ζε μέ τίς ἀ­ρε­τές του. Ὅ­ταν ἔ­φθα­σε στήν κα­τάλ­λη­λη ἡ­λι­κί­α, συν­δέ­θη­κε μέ τό Μυ­στή­ριο τοῦ γά­μου μέ τήν Μαύ­ρα, μιά νέ­α σε­μνή μέ ἀ­γά­πη πολ­λή καί ἀ­φο­σί­ω­ση στόν Χρι­στό, καί ἀ­πο­τέ­λε­σαν τό ἅ­γιο αὐτό ζευγάρι, τοῦ Χρι­στοῦ «τήν ἔν­θε­ον ξυ­νω­ρί­δα».

Ὁ Τι­μό­θε­ος ἦ­ταν πράγ­μα­τι τύ­πος τῶν πι­στῶν (Α΄ Τιμ. δ΄ 12). Ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δή ἦ­ταν ὑ­πό­δειγ­μα τῶν πι­στῶν, οἱ πι­στοί τοῦ Χρι­στοῦ ἔ­στρε­φαν τήν ἰ­δι­αί­τε­ρή τους προ­σο­χή σ’ αὐ­τόν καί τόν προ­έ­τρε­παν νά δε­χθεῖ νά γί­νει ἱ­ε­ρεύς τους. Εἶ­χε ἄλ­λω­στε ὅ­λα τά προ­σόν­τα, τά ὁ­ποῖ­α χρει­α­ζό­ταν ὡς ἱ­ε­ρεύς τοῦ Θε­οῦ (Α΄  Τιμ . γ΄  2 ἑξ.) καί τά ὁ­ποῖ­α κα­θη­με­ρι­νά οἱ πιστοί τά δι­ε­πί­στω­ναν στήν ἀ­να­στρο­φή του. Ἡ σύ­ζυ­γός του Μαύρα κάποια μέρα μέ συγ­κί­νη­ση πολ­λή πλη­ρο­φο­ρεῖ­ται τήν πρό­τα­ση τῶν Χρι­στια­νῶν πρός τόν σύ­ζυ­γό της, τήν ὁποί­α με­τά ἀ­πό πολ­λή σκέ­ψη καί με­λέ­τη ὁ Τι­μό­θε­ος τήν ἔ­κα­νε ἀ­πό­φα­ση. Καί ὁ Τι­μό­θε­ος γί­νε­ται Ἱ­ε­ρεύς, ἔ­χον­τας συμ­πα­ρα­στά­τη ἔν­θερ­μο καί βο­η­θό πο­λύ­τι­μο τήν ἐ­κλε­κτή σύντρο­φο τῆς ζω­ῆς του.

Ἀ­πό τή στιγ­μή ἐ­κεί­νη ἀ­φο­σι­ώ­νε­ται πλή­ρως στό ἱ­ε­ρό ἔρ­γο του. Μέ τά Ἱ­ε­ρά βι­βλί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς στά χέ­ρια με­λε­τᾶ καί δι­δά­σκει, κη­ρύτ­τει καί δι­α­φω­τί­ζει. Ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τούς Χρι­στια­νούς στά σπί­τια τους, ἀ­κό­μη καί πολ­λούς εἰ­δω­λο­λά­τρες μέ σκο­πό νά τούς ὁ­δη­γή­σει στόν Χρι­στό. Ἀλ­λά ἐ­νῶ ὁ­ρι­σμέ­νοι ἀ­π’ αὐ­τούς δέ­χον­ται μέ εὐ­γνω­μο­σύ­νη τήν ἀ­λή­θεια, ἄλ­λοι, φα­να­τι­κοί, ἐ­ξα­γρι­ώ­νον­ται καί τόν κα­ταγ­γέλ­λουν στόν ἔ­παρ­χο Ἀρ­ρια­νό, ἀ­δι­άλ­λα­κτο ἐ­χθρό καί δι­ώ­κτη τῶν Χρι­στια­νῶν. Εἴ­κο­σι ἡ­με­ρῶν ἱ­ε­ρεύς ἦ­ταν ὁ Τι­μό­θε­ος, ὅ­ταν ὁ Ἀρρια­νός τόν κά­λε­σε νά ἐμ­φα­νι­σθεῖ μπρο­στά του καί νά τοῦ πα­ρα­δώ­σει τά βι­βλί­α, μέ τά ὁ­ποῖ­α δί­δα­σκε.

—Τι θά λέ­γα­τε, ἔ­παρ­χε, ἀ­πάν­τη­σε μέ θάρ­ρος ὁ ἡ­ρω­ι­κός ἱ­ε­ρεύς, ἐ­άν κά­ποι­ος στρα­τι­ώ­της πα­ρέ­δι­δε τό τι­μη­μέ­νο ξί­φος στόν ἐ­χθρό; Κι ἐ­γώ στρα­τι­ώ­της τοῦ Βα­σι­λέ­ως Χρι­στοῦ (Β΄ Τιμ. β΄ 2) πο­τέ δέν θά πα­ρα­δώ­σω τά ἱ­ε­ρά βι­βλί­α μου, πού εἶ­ναι τό ὅ­πλο μου, μέ τό ὁ­ποῖ­ο πο­λε­μῶ καί νι­κῶ τόν ἐ­χθρό δι­ά­βο­λο.

Ἀ­πάν­τη­ση δέν ἔ­δω­σε ὁ ἔ­παρ­χος. Ὀρ­γι­σμέ­νος πο­λύ κα­λεῖ νά προ­σέλ­θουν ἀμέσως οἱ δή­μιοι. Κι αὐ­τοί σύμ­φω­να μέ τή δι­α­τα­γή του βά­ζουν στή φω­τιά εἰ­δι­κά σι­δε­ρέ­νια ὄρ­γα­να, τά κοκ­κι­νί­ζουν καί τά δέ­νουν σφι­χτά στά αὐ­τιά τοῦ Τι­μο­θέ­ου. Δέν πε­ρι­ο­ρί­σθη­καν ὅ­μως μό­νο σ’ αὐ­τό. Στήν κα­τά­στα­ση αὐ­τή τόν δέ­νουν στόν τρο­χό καί ὁ τρο­χός πε­ρι­στρέ­φε­ται καί μέ τά νύ­χια του κα­τα­ξε­σχί­ζει τίς  σάρ­κες τοῦ μάρ­τυ­ρα. Ὁ ἱ­ε­ρεύς τοῦ Θε­οῦ ὅ­μως ἀ­νί­κη­τος καί ἀ­λύ­γι­στος δέν ὑ­πο­χω­ρεῖ. Μέ τά βλέμ­μα­τα ὑ­ψω­μέ­να στόν οὐ­ρα­νό, ὅ­σο μπο­ρεῖ, προσεύ­χε­ται θερ­μά νά τόν ἐν­δυ­να­μώ­σει μέ­χρι τέ­λους ὁ Κύ­ριος. Στόν τό­πο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου κα­τα­φθά­νει ἀ­μέ­σως καί ἡ πι­στή σύ­ζυ­γός του. Ὅ­ταν ὁ Ἀρ­ρια­νος εἶ­δε τήν Μαύρα, συνέλα­βε ἀ­μέ­σως νέ­ο σχέ­διο. Ζη­τᾶ ἀ­π’ αὐ­τήν νά πλη­σί­α­σει τόν σύ­ζυ­γό της καί μέ κά­θε τρό­πο νά τόν πεί­σει νά ἀρ­νη­θεῖ τήν πί­στη του. Κι αὐ­τή μέ δα­κρυ­σμέ­να τά μά­τια, μέ προσευ­χή θερ­μή τόν πλη­σιά­ζει πράγ­μα­τι καί τόν πα­ρα­κα­λεῖ. Ὄ­χι βε­βαί­ως νά ἀρ­νη­θεῖ τήν πί­στη, ἀλ­λά τόν ἱ­κε­τεύ­ει, ὡς ἱ­ε­ρεύς πού εἶ­ναι, νά μεί­νει στα­θε­ρός στήν ὁ­μο­λο­γί­α καί τό ἱ­ε­ρό χρέ­ος του. Τό μαρ­τύ­ριο τοῦ συ­ζύ­γου μου, λέ­ει στή συ­νέ­χεια στόν ἔ­παρ­χο, εἶ­ναι κα­θῆ­κον του καί θά τό ὑ­πο­στεῖ, ὅ­σο σκλη­ρό κι ἄν εἶ­ναι. Καί δέν ἔ­χω ἀν­τίρ­ρη­ση νά τόν ἀκολου­θή­σω κι ἐ­γώ σ’ αὐ­τό.

Ὁ Ἀρριανός εἶ­ναι πλέ­ον ἐ­κτός ἑ­αυ­τοῦ. Δι­α­τά­ζει νά βα­σα­νί­σουν καί τήν Μαύρα κον­τά στόν Τι­μό­θε­ο. Γιά νά τήν ἐ­ξευ­τε­λί­σουν τῆς κό­βουν τά μαλ­λιά καί στή συ­νέ­χεια τά δά­κτυ­λα τῶν χε­ρι­ῶν της, τά ὁ­ποῖ­α μέ τό­ση δε­ξι­ο­τε­χνί­α ἐ­πί τό­σα χρό­νια ὑ­πη­ρε­τοῦ­σαν τούς φτω­χούς καί τούς ἀρ­ρώ­στους. Ἀλ­λά δέν τε­λει­ώ­νει ἐ­δῶ τό μαρ­τύ­ριο. Σ’ ἕ­να κα­ζά­νι βρά­ζουν νερό καί τήν ρί­χνουν μέ­σα σ’ αὐ­τό, γιά νά τήν κά­ψουν. Ἀλ­λά ὁ Θε­ός τήν δι­α­σώ­ζει θαυ­μα­τουρ­γι­κά ὅ­πως κά­πο­τε τούς τρεῖς παί­δας στό κα­μί­νι τῆς φω­τιᾶς.

Ὁ Ἀρ­ρια­νός δέν ἀν­τέ­χει ἄλ­λο πιά. Πρέ­πει τό μαρ­τύ­ριο νά κο­ρυ­φω­θεῖ καί οἱ δυ­ό ἀ­σε­βεῖς νά πε­θά­νουν. Δι­α­τά­ζει λοι­πόν σταυ­ρώ­ση. Οἱ δή­μιοι δέν ἀρ­γοῦν. Φέρ­νουν γρή­γο­ρα μπρο­στά τούς τά ξύ­λα καί τά ἀ­πα­ραί­τη­τα γιά τόν σταυ­ρό καί τή σταύ­ρω­ση. Ὁ Τι­μό­θε­ος καί ἡ Μαῦ­ρα, ἄν καί εἶ­ναι ἐ­ξαν­τλη­μέ­νοι ἀ­πό τά ἀλ­λε­πάλ­λη­λα βα­σα­νι­στή­ρια, ὅ­ταν ἀντιλαμ­βά­νον­ται, ὅ­τι θά πε­θά­νουν ὅ­πως καί ὁ Κύ­ριός τους Ἰη­σοῦς πά­νω στό Σταυ­ρό, σκιρ­τοῦν ἀ­πό χα­ρά. Σκύ­βουν μέ εὐ­λά­βεια, ἀγ­κα­λι­ά­ζον­ται καί ἀ­σπά­ζον­ται καί οἱ δυ­ό τά ξύλα τοῦ σταυ­ροῦ· κι ἔ­πει­τα πα­ρα­δί­δον­ται στή σταύ­ρω­ση. Δυ­ό σταυ­ροί ὁ ἕ­νας ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τόν ἄλ­λο ὑ­ψώ­νον­ται σέ λί­γο καί πά­νω σ’ αὐ­τούς κρέ­μον­ται τά σώ­μα­τα τῶν δυ­ό ἁγίων συ­ζύ­γων. Ἡ­μέ­ρες ὁ­λό­κλη­ρες μέ­νουν κρε­μα­σμέ­νοι στό σταυ­ρό. Ὁ Σα­τα­νάς καί οἱ ἀν­θρω­ποί του τούς προ­κα­λοῦν νά ἀρ­νη­θοῦν τήν πί­στη, γιά νά σω­θοῦν. Κι αὐ­τοί μέ προσευ­χές, μέ γρα­φι­κά χω­ρί­α, μέ ἐ­νι­σχυ­τι­κά λό­για το­νώ­νουν ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λον νά μεί­νουν πι­στοί μέ­χρι τέ­λους. Ἄγ­γε­λοι πε­τοῦν ἐ­πά­νω καί γύ­ρω ἀ­πό τούς σταυ­ρούς γιά νά τούς ἐ­νι­σχύ­ουν. Ὁ Θε­ός ἀ­πό ψη­λά εὐ­λο­γεῖ καί χα­ρι­τώ­νει. Καί στό τέ­λος ὁ οὐ­ρα­νός ἀ­νοί­γει. Τό ζεῦ­γος τῶν συ­ζύ­γων Τι­μό­θε­ος καί Μαύρα εἰ­σέρ­χον­ται νι­κη­τές στή Βα­σι­λεί­α τῶν οὐρανῶν.

«Στρα­τός ἀγ­γέ­λων, χο­ρός μα­κά­ριος τῶν προ­φη­τῶν, μαρ­τύ­ρων, ἀ­πο­στό­λων, ὁ­σί­ων τε τῇ ἀ­νό­δῳ αὐ­τῶν ἐ­πε­κρό­τη­σε, πάν­των δέ ὁ Δε­σπό­της στέ­φει κα­τέ­στε­ψε νι­κη­τι­κῷ».

«Ὤ συ­ζυ­γί­α ἁ­γί­α! ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τι τοῦ Χρι­στοῦ συ­νε­δέ­θη­σαν, διά τόν Χρι­στόν ἔ­ζη­σαν καί εἰρ­γά­σθη­σαν, χά­ριν τοῦ Χρι­στοῦ καί ἐν Χρι­στῷ ἀ­πέ­θα­νον. Παν­το­τει­νόν ὑ­πό­δειγ­μα ἄ­ρι­στον χρι­στι­α­νι­κῆς συ­ζυ­γί­ας…».

Κά­θι­σμα τῶν Ἁ­γί­ων. Ἦ­χος α΄·.

Τι­μή­σαν­τες Θε­όν ἀ­πη­μαύ­ρω­σαν πλά­νην, Τι­μό­θε­ος σα­φῶς καί ἡ ἔν­δο­ξος Μαύρα

καί πᾶ­σαν ὑ­πο­μεί­ναν­τες οἱ πα­νέν­δο­ξοι βά­σα­νον, ἐ­λαμ­πρύν­θη­σαν ὑ­πέρ ἀ­κτί­νας ἡ­λί­ου

καί γε­γό­να­σι συλ­λει­τουρ­γοί τῶν Ἀγ­γέ­λων, οὗς πί­στει δο­ξά­σω­μεν.

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον τῶν Ἁ­γί­ων. Ἦ­χος δ΄.

Τι­μό­θε­ον σή­με­ρον σύν τῇ συ­νά­θλῳ πι­στοί, συ­ζύ­γῳ τι­μή­σω­μεν Μαύρᾳ τῇ νύμ­φῃ Χρι­στοί,

τήν τού­των γε­ραί­ρον­τες εὐ­τολ­μον καρ­τε­ρί­αν. Οὗ­τοι γάρ σταυ­ρω­θέν­τες ἴ­χνε­σι τοῦ σφα­γέν­τος

ἠ­κο­λού­θη­σαν πό­θῳ καί πάν­των τάς  ἁ­μαρ­τί­ας Σταυ­ρῷ προ­ση­λώ­σαν­τος.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ἡ Ἁγία Ξενία ἡ Μεγαλομάρτυς καὶ θαυματουργή

Ἡ ἁγία Ξενία ἡ Καλαματιανὴ ἀνήκει στὴν ἔνδοξη χορεία τῶν μεγαλομαρτύρων γυναικῶν τοῦ 4ου αἰῶνος. Γεννήθηκε στὴν Καλαμάτα τὸ 291 ἀπὸ πιστοὺς γονεῖς, τὸ Νικόλαο καὶ τὴ Δέσποινα, ποὺ εἶχαν τὴν καταγωγή τους ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ Ἰταλία.

Οἱ σκληροὶ ρωμαϊκοὶ διωγμοὶ τοὺς εἶχαν ἀναγκάσει νὰ ἔλθουν ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Καλαμάτα. Καὶ ζοῦσαν λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, σὲ ἕνα μικρὸ ἀγρόκτημα ποὺ τὸ καλλιεργοῦσαν γιὰ νὰ συντηρηθοῦν.

Στὴ φτωχικὴ αὐτὴ οἰκογένεια βασίλευε ἡ εἰρήνη, γιατὶ ὑπῆρχε ὁ μοναδικὸς πλοῦτος ποὺ χαρίζει εὐτυχία, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς καθοδηγοῦσαν τὴ μονάκριβη κορούλα τους, τὴν Ξενία. Καὶ ἡ μικρὴ δεχόταν μὲ μεγάλη χαρὰ τὰ θεῖα διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου.

Σχολεῖο δὲν μπόρεσε νὰ πάει. Ἔμαθε ὅμως ἀπὸ τοὺς γονεῖς της ἀνάγνωση γιὰ νὰ διαβάζει τὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ ὑπεραγαποῦσε. Ἐργαζόταν στὸ οἰκογενειακό τους κτῆμα καὶ δόξαζε τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του. Κάθε Κυριακὴ μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς της κατέβαιναν στὴν πόλη γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν. Καὶ ἐπέστρεφαν γεμάτοι ἀπὸ τὴ θεία εὐλογία καὶ τὴ χάρη τοῦ πολυέλεου Θεοῦ. Καὶ καθὼς μεγάλωνε ἡ Ξενία, ξεχώριζε ἀπὸ τὶς φίλες της σὲ ἀθωότητα καὶ καλοσύνες. Πολλὲς φορὲς ἔμενε νηστικὴ δίνοντας τὸ φαγητό της σὲ πτωχοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ὅλοι θαύμαζαν τὴν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς της, ποὺ ἀντανακλοῦσε μία σπάνια ὀμορφιὰ καὶ στὸ πρόσωπό της.

Αὐτὴ ὅμως τὴν ὀμορφιὰ τὴ ζήλεψε ὁ φθονερὸς ἐχθρός, ὁ μισάνθρωπος διάβολος, καὶ ἔστησε παγίδα στὴν ἁγνὴ κόρη. Ὁ Δομετιανός, ὁ εἰδωλολάτρης καὶ θηριώδης ἔπαρχος τῆς Καλαμάτας, καθὼς ἐπέστρεφε μιὰ μέρα ἀπὸ τὸ κυνήγι του, εἶδε τὴν ὡραιότατη αὐτὴ νεαρὴ κόρη, καὶ ἡ ὀμορφιά της ἄναψε μέσα του τὸν πόθο νὰ τὴν κάνει γυναίκα του. Προσπάθησε στὴν ἀρχὴ μὲ μαγικὲς τέχνες νὰ τὴν κάμψει. Ὅμως ἡ Ξενία μὲ τὴ δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐξουδετέρωσε κάθε δαιμονικὴ ἐπιρροή.

Ὁ ἔπαρχος προσπάθησε ἔπειτα νὰ δελεάσει τὴν Ξενία. Τῆς ἔταξε δῶρα, πλούτη, τιμὲς καὶ δόξα, ἀκόμα καὶ γάμο εὐτυχισμένο, ἀρκεῖ νὰ θυσίαζε στὰ εἴδωλα. Ἡ ὥρα ἦταν δύσκολη γιὰ μιὰ ἀδύναμη κόρη. Ὅμως ἡ ἀγάπη στὸ Χριστὸ ἔδωσε στὴν Ξενία μοναδικὴ τόλμη, καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς της ὁμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανὴ καὶ ὅτι ἀρνεῖται νὰ θυσιάσει στοὺς ψευτοθεούς. Ἀμέσως ἄρχισαν τὰ μαρτύρια. Ὁ ἔπαρχος γεμάτος ὀργὴ διέταξε νὰ τὴ βασανίσουν μὲ σκληροὺς ραβδισμούς. Ἔπειτα νὰ τὴν κρεμάσουν καὶ μὲ ἀναμμένα δαδιὰ νὰ καψαλίσουν τὶς γυμνωμένες σάρκες της. Τί φρικτὸ θέαμα! Ἀλλὰ καὶ τί θαλπωρὴ οὐράνια! Ἄγγελος Κυρίου – ἀθέατος ἀπὸ τοὺς δημίους – δρόσιζε τὴ μάρτυρα καὶ τῆς ἁπάλυνε τοὺς πόνους.

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ὁ Δομετιανὸς τιμώρησε τοὺς δημίους ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ πληγώσουν θανάσιμα τὴν Ξενία.

Σὲ λίγο ἀκολούθησε ἡ φυλάκισή της. Ἐκεῖ ἡ Ἁγία δέχθηκε μὲ θεῖο ὅραμα τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου, ποὺ τὴν ἐνίσχυε καὶ θεράπευσε τελείως τὶς πληγές της. Ὁ ἔπαρχος τὰ πληροφορήθηκε ὅλα αὐτὰ καὶ μὲ ἐλπίδα ὅτι θὰ πετύχαινε τώρα τὸν σκοπό του, κάλεσε καὶ πάλι τὴν Ξενία καὶ τὴν καλόπιανε μὲ ὑποσχέσεις καὶ τὴν παρότρυνε νὰ θυσιάσει. Ἡ Ξενία προσποιήθηκε ὅτι τὸ ἤθελε αὐτό, ὅταν ὅμως ἔφθασε στὸ ἄψυχο ἄγαλμα, προσευχήθηκε μὲ πίστη, καὶ ἀκολούθησε μεγάλος σεισμός. Τὸ ἄγαλμα ἔπεσε κάτω μὲ πάταγο καὶ συντρίφθηκε. Πλῆθος κόσμου πίστεψε τότε στὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁ Δομετιανὸς ἐξαγριώθηκε τώρα πιὸ πολύ.

Δὲν πίστευε ὅτι θὰ πάθαινε τέτοια ντροπή. Γι’ αὐτὸ διέταξε ἔξαλλος νὰ δέσουν τὴν Ξενία πίσω ἀπὸ ἕνα ἄλογο γιὰ νὰ τὴ σύρει πάνω σὲ κακοτράχαλους δρόμους. Ὅμως τὸ ἄλογο ζῶο σεβάσθηκε τὴ μάρτυρα! Ἀρνήθηκε νὰ προχωρήσει. Καὶ στάθηκε πεισματικὰ ἀκίνητο. Τὸ ὄνομα τοῦ μεγάλου Θεοῦ μεγαλύνθηκε καὶ πάλι, γιατὶ πολλοὶ καλόπιστοι εἰδωλολάτρες βλέποντας κι αὐτὸ τὸ θαῦμα πίστεψαν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ τῶν χριστιανῶν. Τώρα ἀπέμενε μιὰ μόνο λύση – ἀπόφαση ἀπὸ τὸν ντροπιασμένο ἔπαρχο: «Ἡ Ξενία νὰ τιμωρηθεῖ μὲ θάνατο διὰ ξίφους.

Ἡ καρδιά της νὰ τοῦ δοθεῖ ὡς δῶρο γιὰ νὰ πάρει ἐκδίκηση. Καὶ τὸ νεκρὸ σῶμα της οἱ δήμιοι νὰ τὸ κομματιάσουν καὶ νὰ τὸ κάψουν». Ὅλα ἔγιναν ὅπως τὰ εἶχε διατάξει ὁ αἱμοβόρος τύραννος.

Ἡ Ξενία λίγο πρὶν σφαγιασθεῖ, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ τὴ δόξα τοῦ μαρτυρίου ποὺ τῆς ἑτοίμαζε καὶ Τὸν παρακάλεσε Αὐτὸς νὰ θεραπεύει διὰ πρεσβειῶν της ὅσους θὰ πάσχουν ἀπὸ δαιμονικὲς ἐπήρειες καὶ θὰ τὴν ἐπικαλοῦνται.

Ἦταν ἄνοιξη, 3 Μαΐου τοῦ ἔτους 318, ὅταν ἡ 27χρονη ἁγνὴ παρθένος, ἡ Ξενία – ἀνθισμένη ἀπὸ τὰ ἔνθεα ἄνθη τῶν ἀρετῶν καὶ πιὸ εὐωδιαστὴ ἀπὸ ὅλα τὰ μύρα τῆς ἀνοίξεως – παρέδωσε τὴν ψυχή της στὸ Νυμφίο Χριστό. Τὸ ἄρωμά της ἁπλώθηκε ἀμέσως σ’ ὅλη τὴν Πελοπόννησο, καὶ πέρα ἀπὸ αὐτήν.

Πάμπολλα θαύματα καταγράφηκαν, καὶ ναοὶ κτίστηκαν στὸ ὄνομά της. Καὶ ἐκεῖ ὅπου, κατὰ τὴν Παράδοση, ὑπῆρχε τὸ πατρικὸ ἀγρόκτημα τῆς Ἁγίας, κτίστηκε παρεκκλήσιό της πίσω ἀπὸ τὶς ἐργατικὲς κατοικίες τῆς Καλαμάτας στὴ δυτικὴ ἔξοδο τῆς πόλεως.

Ἡ ἁγία Ξενία ἡ Μεγαλομάρτυς θεωρεῖται προστάτιδα τῶν ψυχικὰ πασχόντων καὶ τῶν καρδιοπαθῶν. Ἂς ἐμπνέει ὅμως καὶ τὶς καρδιὲς τῶν νέων νὰ μένουν ἐλεύθερες καὶ ἀδούλωτες ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νά ’ναι γεμάτες ἀπὸ θεία φλόγα ἀγάπης στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.

 

Μοιραστείτε το άρθρο:

Ένα κάθε μέρα

27 Ιουλίου 2024

Όπως οι άγγελοι...

«Όσοι έμαθαν στη ζωή τους να δοξολογούν και να ευχαριστούν τον Κύριο, αυτοί ζουν όπως οι άγγελοι, που ζωή τους έχουν αυτή την αδιάκοπη δοξολογία».

(Από το βιβλίο «Μίλησέ μου, Χριστέ»)

Γίνε και εσύ συνδρομητής !

Πρόσφατες αναρτήσεις

Το συναξάρι της ημέρας

Φιλικές Ιστοσελίδες