Σήμερα 3/5 εορτάζουν:
- Άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα
- Άγιος Πέτρος ο Θαυματουργός Αρχιεπίσκοπος Άργους και Ναυπλίου
- Άγιοι Διόδωρος και Ροδοπιανός ο Διάκονος
- Άγιοι Είκοσιεπτά Μάρτυρες
- Άγιος Οικουμένιος ο Θαυματουργός επίσκοπος Τρίκκης
- Ανακομιδή ιερών λειψάνων του Οσίου Λουκά του εν Στειρίω
- Αγία Ξενία η Μεγαλομάρτυρας και θαυματουργή
- Άγιος Θεοφάνης Μητροπολίτης Περιθεωρίου
- Άγιος Πάμβος «Καθολικός Γεωργίας»
- Όσιος Θεοδόσιος καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου
- Όσιοι Μιχαήλ και Αρσένιος
- Όσιος Μάμας Πατριάρχης Γεωργίας
- Άγιος Παύλος ο Μάρτυρας εκ Ρωσίας
- Άγιος Γρηγόριος Αρχιεπίσκοπος Ροστώβ, Γιαροσλάβλ και Λευκής Λίμνης
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου των Σπηλαίων εν Κιέβω
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ιβηριτίσσης στη Μόσχα
- Άγιοι Εκατόν εβδομήντα εννιά Οσιομάρτυρες οι εν τη μονή Νταού Πεντέλης μαρτυρήσαντες
- Άγιοι Χριστόδουλος και Αναστασία και οι συν αυτοίς Νεομάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος καὶ Μαύρα
«Ἀπό βρέφους τά ἱερά γράμματα οἶδας», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Β΄ Τιμ. γ΄ 15) στόν μαθητή του, τόν ἐπίσκοπο Ἐφέσου Τιμόθεο. Ἀλλά τό ἴδιο ἀκριβῶς ἰσχύει καί διά τόν ὁμώνυμό του Ἐπίσκοπο, μάρτυρα Τιμόθεο, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στήν κωμόπολη τῶν Παναπέων τῆς Θηβαϊκῆς Αἰγύπτου.
Εὐτύχησε κι αὐτός νά ἔχει γονεῖς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀπό μικρό παιδί τοῦ μετέδωσαν τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί τήν εὐσέβεια. Κι αὐτός ἀπό τά παιδικά του χρόνια ἄνθισε ὡς ὡραιότατο κρίνο καί εὐωδίαζε μέ τίς ἀρετές του. Ὅταν ἔφθασε στήν κατάλληλη ἡλικία, συνδέθηκε μέ τό Μυστήριο τοῦ γάμου μέ τήν Μαύρα, μιά νέα σεμνή μέ ἀγάπη πολλή καί ἀφοσίωση στόν Χριστό, καί ἀποτέλεσαν τό ἅγιο αὐτό ζευγάρι, τοῦ Χριστοῦ «τήν ἔνθεον ξυνωρίδα».
Ὁ Τιμόθεος ἦταν πράγματι τύπος τῶν πιστῶν (Α΄ Τιμ. δ΄ 12). Ἀκριβῶς ἐπειδή ἦταν ὑπόδειγμα τῶν πιστῶν, οἱ πιστοί τοῦ Χριστοῦ ἔστρεφαν τήν ἰδιαίτερή τους προσοχή σ’ αὐτόν καί τόν προέτρεπαν νά δεχθεῖ νά γίνει ἱερεύς τους. Εἶχε ἄλλωστε ὅλα τά προσόντα, τά ὁποῖα χρειαζόταν ὡς ἱερεύς τοῦ Θεοῦ (Α΄ Τιμ . γ΄ 2 ἑξ.) καί τά ὁποῖα καθημερινά οἱ πιστοί τά διεπίστωναν στήν ἀναστροφή του. Ἡ σύζυγός του Μαύρα κάποια μέρα μέ συγκίνηση πολλή πληροφορεῖται τήν πρόταση τῶν Χριστιανῶν πρός τόν σύζυγό της, τήν ὁποία μετά ἀπό πολλή σκέψη καί μελέτη ὁ Τιμόθεος τήν ἔκανε ἀπόφαση. Καί ὁ Τιμόθεος γίνεται Ἱερεύς, ἔχοντας συμπαραστάτη ἔνθερμο καί βοηθό πολύτιμο τήν ἐκλεκτή σύντροφο τῆς ζωῆς του.
Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη ἀφοσιώνεται πλήρως στό ἱερό ἔργο του. Μέ τά Ἱερά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς στά χέρια μελετᾶ καί διδάσκει, κηρύττει καί διαφωτίζει. Ἐπισκέπτεται τούς Χριστιανούς στά σπίτια τους, ἀκόμη καί πολλούς εἰδωλολάτρες μέ σκοπό νά τούς ὁδηγήσει στόν Χριστό. Ἀλλά ἐνῶ ὁρισμένοι ἀπ’ αὐτούς δέχονται μέ εὐγνωμοσύνη τήν ἀλήθεια, ἄλλοι, φανατικοί, ἐξαγριώνονται καί τόν καταγγέλλουν στόν ἔπαρχο Ἀρριανό, ἀδιάλλακτο ἐχθρό καί διώκτη τῶν Χριστιανῶν. Εἴκοσι ἡμερῶν ἱερεύς ἦταν ὁ Τιμόθεος, ὅταν ὁ Ἀρριανός τόν κάλεσε νά ἐμφανισθεῖ μπροστά του καί νά τοῦ παραδώσει τά βιβλία, μέ τά ὁποῖα δίδασκε.
—Τι θά λέγατε, ἔπαρχε, ἀπάντησε μέ θάρρος ὁ ἡρωικός ἱερεύς, ἐάν κάποιος στρατιώτης παρέδιδε τό τιμημένο ξίφος στόν ἐχθρό; Κι ἐγώ στρατιώτης τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ (Β΄ Τιμ. β΄ 2) ποτέ δέν θά παραδώσω τά ἱερά βιβλία μου, πού εἶναι τό ὅπλο μου, μέ τό ὁποῖο πολεμῶ καί νικῶ τόν ἐχθρό διάβολο.
Ἀπάντηση δέν ἔδωσε ὁ ἔπαρχος. Ὀργισμένος πολύ καλεῖ νά προσέλθουν ἀμέσως οἱ δήμιοι. Κι αὐτοί σύμφωνα μέ τή διαταγή του βάζουν στή φωτιά εἰδικά σιδερένια ὄργανα, τά κοκκινίζουν καί τά δένουν σφιχτά στά αὐτιά τοῦ Τιμοθέου. Δέν περιορίσθηκαν ὅμως μόνο σ’ αὐτό. Στήν κατάσταση αὐτή τόν δένουν στόν τροχό καί ὁ τροχός περιστρέφεται καί μέ τά νύχια του καταξεσχίζει τίς σάρκες τοῦ μάρτυρα. Ὁ ἱερεύς τοῦ Θεοῦ ὅμως ἀνίκητος καί ἀλύγιστος δέν ὑποχωρεῖ. Μέ τά βλέμματα ὑψωμένα στόν οὐρανό, ὅσο μπορεῖ, προσεύχεται θερμά νά τόν ἐνδυναμώσει μέχρι τέλους ὁ Κύριος. Στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου καταφθάνει ἀμέσως καί ἡ πιστή σύζυγός του. Ὅταν ὁ Ἀρριανος εἶδε τήν Μαύρα, συνέλαβε ἀμέσως νέο σχέδιο. Ζητᾶ ἀπ’ αὐτήν νά πλησίασει τόν σύζυγό της καί μέ κάθε τρόπο νά τόν πείσει νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του. Κι αὐτή μέ δακρυσμένα τά μάτια, μέ προσευχή θερμή τόν πλησιάζει πράγματι καί τόν παρακαλεῖ. Ὄχι βεβαίως νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη, ἀλλά τόν ἱκετεύει, ὡς ἱερεύς πού εἶναι, νά μείνει σταθερός στήν ὁμολογία καί τό ἱερό χρέος του. Τό μαρτύριο τοῦ συζύγου μου, λέει στή συνέχεια στόν ἔπαρχο, εἶναι καθῆκον του καί θά τό ὑποστεῖ, ὅσο σκληρό κι ἄν εἶναι. Καί δέν ἔχω ἀντίρρηση νά τόν ἀκολουθήσω κι ἐγώ σ’ αὐτό.
Ὁ Ἀρριανός εἶναι πλέον ἐκτός ἑαυτοῦ. Διατάζει νά βασανίσουν καί τήν Μαύρα κοντά στόν Τιμόθεο. Γιά νά τήν ἐξευτελίσουν τῆς κόβουν τά μαλλιά καί στή συνέχεια τά δάκτυλα τῶν χεριῶν της, τά ὁποῖα μέ τόση δεξιοτεχνία ἐπί τόσα χρόνια ὑπηρετοῦσαν τούς φτωχούς καί τούς ἀρρώστους. Ἀλλά δέν τελειώνει ἐδῶ τό μαρτύριο. Σ’ ἕνα καζάνι βράζουν νερό καί τήν ρίχνουν μέσα σ’ αὐτό, γιά νά τήν κάψουν. Ἀλλά ὁ Θεός τήν διασώζει θαυματουργικά ὅπως κάποτε τούς τρεῖς παίδας στό καμίνι τῆς φωτιᾶς.
Ὁ Ἀρριανός δέν ἀντέχει ἄλλο πιά. Πρέπει τό μαρτύριο νά κορυφωθεῖ καί οἱ δυό ἀσεβεῖς νά πεθάνουν. Διατάζει λοιπόν σταυρώση. Οἱ δήμιοι δέν ἀργοῦν. Φέρνουν γρήγορα μπροστά τούς τά ξύλα καί τά ἀπαραίτητα γιά τόν σταυρό καί τή σταύρωση. Ὁ Τιμόθεος καί ἡ Μαῦρα, ἄν καί εἶναι ἐξαντλημένοι ἀπό τά ἀλλεπάλληλα βασανιστήρια, ὅταν ἀντιλαμβάνονται, ὅτι θά πεθάνουν ὅπως καί ὁ Κύριός τους Ἰησοῦς πάνω στό Σταυρό, σκιρτοῦν ἀπό χαρά. Σκύβουν μέ εὐλάβεια, ἀγκαλιάζονται καί ἀσπάζονται καί οἱ δυό τά ξύλα τοῦ σταυροῦ· κι ἔπειτα παραδίδονται στή σταύρωση. Δυό σταυροί ὁ ἕνας ἀπέναντι ἀπό τόν ἄλλο ὑψώνονται σέ λίγο καί πάνω σ’ αὐτούς κρέμονται τά σώματα τῶν δυό ἁγίων συζύγων. Ἡμέρες ὁλόκληρες μένουν κρεμασμένοι στό σταυρό. Ὁ Σατανάς καί οἱ ἀνθρωποί του τούς προκαλοῦν νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη, γιά νά σωθοῦν. Κι αὐτοί μέ προσευχές, μέ γραφικά χωρία, μέ ἐνισχυτικά λόγια τονώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον νά μείνουν πιστοί μέχρι τέλους. Ἄγγελοι πετοῦν ἐπάνω καί γύρω ἀπό τούς σταυρούς γιά νά τούς ἐνισχύουν. Ὁ Θεός ἀπό ψηλά εὐλογεῖ καί χαριτώνει. Καί στό τέλος ὁ οὐρανός ἀνοίγει. Τό ζεῦγος τῶν συζύγων Τιμόθεος καί Μαύρα εἰσέρχονται νικητές στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
«Στρατός ἀγγέλων, χορός μακάριος τῶν προφητῶν, μαρτύρων, ἀποστόλων, ὁσίων τε τῇ ἀνόδῳ αὐτῶν ἐπεκρότησε, πάντων δέ ὁ Δεσπότης στέφει κατέστεψε νικητικῷ».
«Ὤ συζυγία ἁγία! ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ συνεδέθησαν, διά τόν Χριστόν ἔζησαν καί εἰργάσθησαν, χάριν τοῦ Χριστοῦ καί ἐν Χριστῷ ἀπέθανον. Παντοτεινόν ὑπόδειγμα ἄριστον χριστιανικῆς συζυγίας…».
Κάθισμα τῶν Ἁγίων. Ἦχος α΄·.
Τιμήσαντες Θεόν ἀπημαύρωσαν πλάνην, Τιμόθεος σαφῶς καί ἡ ἔνδοξος Μαύρα
καί πᾶσαν ὑπομείναντες οἱ πανένδοξοι βάσανον, ἐλαμπρύνθησαν ὑπέρ ἀκτίνας ἡλίου
καί γεγόνασι συλλειτουργοί τῶν Ἀγγέλων, οὗς πίστει δοξάσωμεν.
Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων. Ἦχος δ΄.
Τιμόθεον σήμερον σύν τῇ συνάθλῳ πιστοί, συζύγῳ τιμήσωμεν Μαύρᾳ τῇ νύμφῃ Χριστοί,
τήν τούτων γεραίροντες εὐτολμον καρτερίαν. Οὗτοι γάρ σταυρωθέντες ἴχνεσι τοῦ σφαγέντος
ἠκολούθησαν πόθῳ καί πάντων τάς ἁμαρτίας Σταυρῷ προσηλώσαντος.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Ἡ Ἁγία Ξενία ἡ Μεγαλομάρτυς καὶ θαυματουργή
Ἡ ἁγία Ξενία ἡ Καλαματιανὴ ἀνήκει στὴν ἔνδοξη χορεία τῶν μεγαλομαρτύρων γυναικῶν τοῦ 4ου αἰῶνος. Γεννήθηκε στὴν Καλαμάτα τὸ 291 ἀπὸ πιστοὺς γονεῖς, τὸ Νικόλαο καὶ τὴ Δέσποινα, ποὺ εἶχαν τὴν καταγωγή τους ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ Ἰταλία.
Οἱ σκληροὶ ρωμαϊκοὶ διωγμοὶ τοὺς εἶχαν ἀναγκάσει νὰ ἔλθουν ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Καλαμάτα. Καὶ ζοῦσαν λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, σὲ ἕνα μικρὸ ἀγρόκτημα ποὺ τὸ καλλιεργοῦσαν γιὰ νὰ συντηρηθοῦν.
Στὴ φτωχικὴ αὐτὴ οἰκογένεια βασίλευε ἡ εἰρήνη, γιατὶ ὑπῆρχε ὁ μοναδικὸς πλοῦτος ποὺ χαρίζει εὐτυχία, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς καθοδηγοῦσαν τὴ μονάκριβη κορούλα τους, τὴν Ξενία. Καὶ ἡ μικρὴ δεχόταν μὲ μεγάλη χαρὰ τὰ θεῖα διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου.
Σχολεῖο δὲν μπόρεσε νὰ πάει. Ἔμαθε ὅμως ἀπὸ τοὺς γονεῖς της ἀνάγνωση γιὰ νὰ διαβάζει τὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ ὑπεραγαποῦσε. Ἐργαζόταν στὸ οἰκογενειακό τους κτῆμα καὶ δόξαζε τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του. Κάθε Κυριακὴ μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς της κατέβαιναν στὴν πόλη γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν. Καὶ ἐπέστρεφαν γεμάτοι ἀπὸ τὴ θεία εὐλογία καὶ τὴ χάρη τοῦ πολυέλεου Θεοῦ. Καὶ καθὼς μεγάλωνε ἡ Ξενία, ξεχώριζε ἀπὸ τὶς φίλες της σὲ ἀθωότητα καὶ καλοσύνες. Πολλὲς φορὲς ἔμενε νηστικὴ δίνοντας τὸ φαγητό της σὲ πτωχοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ὅλοι θαύμαζαν τὴν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς της, ποὺ ἀντανακλοῦσε μία σπάνια ὀμορφιὰ καὶ στὸ πρόσωπό της.
Αὐτὴ ὅμως τὴν ὀμορφιὰ τὴ ζήλεψε ὁ φθονερὸς ἐχθρός, ὁ μισάνθρωπος διάβολος, καὶ ἔστησε παγίδα στὴν ἁγνὴ κόρη. Ὁ Δομετιανός, ὁ εἰδωλολάτρης καὶ θηριώδης ἔπαρχος τῆς Καλαμάτας, καθὼς ἐπέστρεφε μιὰ μέρα ἀπὸ τὸ κυνήγι του, εἶδε τὴν ὡραιότατη αὐτὴ νεαρὴ κόρη, καὶ ἡ ὀμορφιά της ἄναψε μέσα του τὸν πόθο νὰ τὴν κάνει γυναίκα του. Προσπάθησε στὴν ἀρχὴ μὲ μαγικὲς τέχνες νὰ τὴν κάμψει. Ὅμως ἡ Ξενία μὲ τὴ δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐξουδετέρωσε κάθε δαιμονικὴ ἐπιρροή.
Ὁ ἔπαρχος προσπάθησε ἔπειτα νὰ δελεάσει τὴν Ξενία. Τῆς ἔταξε δῶρα, πλούτη, τιμὲς καὶ δόξα, ἀκόμα καὶ γάμο εὐτυχισμένο, ἀρκεῖ νὰ θυσίαζε στὰ εἴδωλα. Ἡ ὥρα ἦταν δύσκολη γιὰ μιὰ ἀδύναμη κόρη. Ὅμως ἡ ἀγάπη στὸ Χριστὸ ἔδωσε στὴν Ξενία μοναδικὴ τόλμη, καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς της ὁμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανὴ καὶ ὅτι ἀρνεῖται νὰ θυσιάσει στοὺς ψευτοθεούς. Ἀμέσως ἄρχισαν τὰ μαρτύρια. Ὁ ἔπαρχος γεμάτος ὀργὴ διέταξε νὰ τὴ βασανίσουν μὲ σκληροὺς ραβδισμούς. Ἔπειτα νὰ τὴν κρεμάσουν καὶ μὲ ἀναμμένα δαδιὰ νὰ καψαλίσουν τὶς γυμνωμένες σάρκες της. Τί φρικτὸ θέαμα! Ἀλλὰ καὶ τί θαλπωρὴ οὐράνια! Ἄγγελος Κυρίου – ἀθέατος ἀπὸ τοὺς δημίους – δρόσιζε τὴ μάρτυρα καὶ τῆς ἁπάλυνε τοὺς πόνους.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ὁ Δομετιανὸς τιμώρησε τοὺς δημίους ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ πληγώσουν θανάσιμα τὴν Ξενία.
Σὲ λίγο ἀκολούθησε ἡ φυλάκισή της. Ἐκεῖ ἡ Ἁγία δέχθηκε μὲ θεῖο ὅραμα τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου, ποὺ τὴν ἐνίσχυε καὶ θεράπευσε τελείως τὶς πληγές της. Ὁ ἔπαρχος τὰ πληροφορήθηκε ὅλα αὐτὰ καὶ μὲ ἐλπίδα ὅτι θὰ πετύχαινε τώρα τὸν σκοπό του, κάλεσε καὶ πάλι τὴν Ξενία καὶ τὴν καλόπιανε μὲ ὑποσχέσεις καὶ τὴν παρότρυνε νὰ θυσιάσει. Ἡ Ξενία προσποιήθηκε ὅτι τὸ ἤθελε αὐτό, ὅταν ὅμως ἔφθασε στὸ ἄψυχο ἄγαλμα, προσευχήθηκε μὲ πίστη, καὶ ἀκολούθησε μεγάλος σεισμός. Τὸ ἄγαλμα ἔπεσε κάτω μὲ πάταγο καὶ συντρίφθηκε. Πλῆθος κόσμου πίστεψε τότε στὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁ Δομετιανὸς ἐξαγριώθηκε τώρα πιὸ πολύ.
Δὲν πίστευε ὅτι θὰ πάθαινε τέτοια ντροπή. Γι’ αὐτὸ διέταξε ἔξαλλος νὰ δέσουν τὴν Ξενία πίσω ἀπὸ ἕνα ἄλογο γιὰ νὰ τὴ σύρει πάνω σὲ κακοτράχαλους δρόμους. Ὅμως τὸ ἄλογο ζῶο σεβάσθηκε τὴ μάρτυρα! Ἀρνήθηκε νὰ προχωρήσει. Καὶ στάθηκε πεισματικὰ ἀκίνητο. Τὸ ὄνομα τοῦ μεγάλου Θεοῦ μεγαλύνθηκε καὶ πάλι, γιατὶ πολλοὶ καλόπιστοι εἰδωλολάτρες βλέποντας κι αὐτὸ τὸ θαῦμα πίστεψαν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ τῶν χριστιανῶν. Τώρα ἀπέμενε μιὰ μόνο λύση – ἀπόφαση ἀπὸ τὸν ντροπιασμένο ἔπαρχο: «Ἡ Ξενία νὰ τιμωρηθεῖ μὲ θάνατο διὰ ξίφους.
Ἡ καρδιά της νὰ τοῦ δοθεῖ ὡς δῶρο γιὰ νὰ πάρει ἐκδίκηση. Καὶ τὸ νεκρὸ σῶμα της οἱ δήμιοι νὰ τὸ κομματιάσουν καὶ νὰ τὸ κάψουν». Ὅλα ἔγιναν ὅπως τὰ εἶχε διατάξει ὁ αἱμοβόρος τύραννος.
Ἡ Ξενία λίγο πρὶν σφαγιασθεῖ, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ τὴ δόξα τοῦ μαρτυρίου ποὺ τῆς ἑτοίμαζε καὶ Τὸν παρακάλεσε Αὐτὸς νὰ θεραπεύει διὰ πρεσβειῶν της ὅσους θὰ πάσχουν ἀπὸ δαιμονικὲς ἐπήρειες καὶ θὰ τὴν ἐπικαλοῦνται.
Ἦταν ἄνοιξη, 3 Μαΐου τοῦ ἔτους 318, ὅταν ἡ 27χρονη ἁγνὴ παρθένος, ἡ Ξενία – ἀνθισμένη ἀπὸ τὰ ἔνθεα ἄνθη τῶν ἀρετῶν καὶ πιὸ εὐωδιαστὴ ἀπὸ ὅλα τὰ μύρα τῆς ἀνοίξεως – παρέδωσε τὴν ψυχή της στὸ Νυμφίο Χριστό. Τὸ ἄρωμά της ἁπλώθηκε ἀμέσως σ’ ὅλη τὴν Πελοπόννησο, καὶ πέρα ἀπὸ αὐτήν.
Πάμπολλα θαύματα καταγράφηκαν, καὶ ναοὶ κτίστηκαν στὸ ὄνομά της. Καὶ ἐκεῖ ὅπου, κατὰ τὴν Παράδοση, ὑπῆρχε τὸ πατρικὸ ἀγρόκτημα τῆς Ἁγίας, κτίστηκε παρεκκλήσιό της πίσω ἀπὸ τὶς ἐργατικὲς κατοικίες τῆς Καλαμάτας στὴ δυτικὴ ἔξοδο τῆς πόλεως.
Ἡ ἁγία Ξενία ἡ Μεγαλομάρτυς θεωρεῖται προστάτιδα τῶν ψυχικὰ πασχόντων καὶ τῶν καρδιοπαθῶν. Ἂς ἐμπνέει ὅμως καὶ τὶς καρδιὲς τῶν νέων νὰ μένουν ἐλεύθερες καὶ ἀδούλωτες ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νά ’ναι γεμάτες ἀπὸ θεία φλόγα ἀγάπης στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.