ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Στο σπίτι μου το πατρικό, όλο γυρνώ καθώς γερνώ,
πίνω λυγμό κι αναθυμάμαι,
στο χωριουδάκι το μικρό/ με το μυαλό μου φτερουγώ
μεσάνυχτα και δεν κοιμάμαι.
Κάποια στιγμή νοσταλγική, στοχαστική, λυτρωτική,
τα βλέφαρά μου γέρνουν
και στη νυχτιάτικη σιγή/ σε μια ζωή αλαργινή
τα όνειρα με φέρνουν.
Νιώθω στα σπλάχνα μου σεισμό,/ υγρό το μάτι και θολό
σταλάζει πίκρας δάκρυ,
καθώς προβάλλει το χωριό, στης μνήμης μέσα τον αχνό
σε μιας πλαγιάς την άκρη.
Εικόνες, πρόσωπα, στιγμές, κελάρυσμα στις ρεματιές
γλυκόλαλη καμπάνα,
πλατάνια, ελάτια και ιτιές, μελένιες των πουλιών λαλιές
θωρώ κι ακούω αντάμα.
Γίνομαι νιος κι αναρριγώ, ξεπεταρούδι και πετώ,
κι ας πέρασαν τα χρόνια,
κι ας έμειναν στη λαγκαδιά, τη μαγεμένη, τη γλυκιά,
βουβά, πουλιά κι αηδόνια.
Ήρθε ωστόσο κι η στιγμή,/ γυμνή η αλήθεια και στυγνή,
το όνειρο να σβήσει
κι από τη λιόχαρη αυγή, στη γκρίζα, μελαγχολική,
να με ξυπνήσει δύση.
Δημ. Ε. Κουτσιούκης