Ο ΦΟΒΕΡΟΣ «ΔΕΡΒΙΣΗΣ»
ΜΕΤΩΠΟ, Ιανουάριος 1941. Στην περιοχή που βρίσκομαι, περνάει κάθε μέρα πάνω από τα αντίσκηνα ένα αεροπλάνο δικό μας και μας αναστατώνει. Περνάει φορτωμένο με τις μπόμπες του, που φαίνονται από κάτω, και γίνεται χαλασμός κόσμου, ξαναπερνάει με αδειασμένο το φορτίο του και μας πιάνει πανζουρλισμός.
Πρόλαβα να δω μια παράξενη μορφή μαυρογένικη που έσκυβε απ΄ το παραθυράκι κι ένα χέρι που χαιρετάει τους ξετρελαμένους πεζικαραίους […].
–Ποιος είναι, βρε παιδιά; ρωτάω.
–Ο Δερβίσης. Κάθε μέρα περνάει φορτωμένος, κάθε μέρα γυρίζει άδειος.
Έτσι τον βάφτισαν οι φαντάροι τον Ίκαρο αυτόν της Ελλάδος. […]
Σημείωσα στο καρνέ μου μια λέξη: «ο Δερβίσης» και πέταξα κι εγώ το δίκωχό μου στον αέρα μαζί με τους φαντάρους, για να χαιρετήσω το άγνωστο παλληκάρι μας, που είχε για γλέντι του τον καθημερινό του ηρωισμό και κατέβαινε ως πενήντα μέτρα πάνω από τους πολεμιστές μας, για να τους εμψυχώνει και να τους ενθουσιάζει με τις χαιρετούρες του και τους άφοβους ελιγμούς του.
Και να που ήρθε η μέρα να βρεθώ στην παρέα του.
–Δερβίση μου, του λέω, το καρνέ μου να το, μαρτυράει πως λαχταρούσα να κάμω τη γνωριμία σου.
–Μου τρως τα γαλόνια, μου απαντάει, γιατί ως τώρα ήμουνα αντιβασιλεύς της Αλβανίας.
Και γελάει σαν παιδί. […]
Καμαρώνω αυτό το μεγάλο παιδί, έναν ψηλέα ως εκεί πάνω, με μούσι πίσσα και το γέλιο πρόχειρο. Και τώρα που γνώρισα και τη σεμνότητά του, κατάλαβα την παλληκαριά του. Δεν είναι παίξε-γέλασε η δουλειά του. […] Αυτός όμως τη γλεντάει την αποστολή του. Και για να τη γλεντήσει καλύτερα, θέλει να τους βλέπει καλά τους Ιταλούς. […]
–Ψηλά δεν είναι καλύτερα; τον ρωτώ.
–Ψηλά, μου απάντησε, είναι καλύτερα για τον πιλότο, μα χαμηλά είναι καλύτερα για την υπόθεσή μας.
Αλλά χρειάζεται διπλή ψυχή για τέτοια κατορθώματα, κι ο Δερβίσης είναι εφτάψυχος. Προχθές μπήκε σε μια χαράδρα και ξεφύτρωσε ξαφνικά πάνω από κάτι εχθρικές παράγκες καμουφλαρισμένες με χιόνι. Άφησε δυό μπόμπες και σείστηκε η μηχανή του από την έκρηξη. Γυρίζει να δεί κι αναγάλλιασε η ψυχή του. Ήταν αποθήκη πυρομαχικών που τινάχτηκε στον αέρα. Καθώς γύριζε να φύγει συνοδευόμενος πάντοτε από τα άσπρα ιταλικά μπουκέτα, θυμήθηκε πως δεν έριξε κάτι προκηρύξεις που του είχαν δώσει να σκορπίσει στους άμοιρους στρατιώτες του Μουσολίνι, που δεν ξέρουν γιατί και πως βρέθηκαν να πολεμάνε στα κορφοβούνια… Ξαναμπήκε λοιπόν στην ίδια χαράδρα και σκόρπισε τις προκηρύξεις του. […]
Είναι ένα μεγάλο παιδί αυτός ο άσσος μας… Ένα παιδί που κλείνει μέσα στα στήθη του την παλληκαριά και τη λεβεντοσύνη όλης της φυλής. Ένας άντρας ψημένος στα βόλια και χορτασμένος από σεμνότητα και αφέλεια. Μέσα σε κάτι τέτοιες καρδιές έχει ριζώσει το δέντρο του έθνους μας. Μέσα σε τέτοια στήθια έχει θρονιάσει η ελευθερία μας και η τιμή μας. […]
εφ. Ελεύθερον Βήμα, 8.1.1941
(Κ. Χατζηπατέρα – Μ. Φαφαλιού, ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ 40-41,
Εκδ. «ΚΕΔΡΟΣ», Αθήνα 19883)
Περιοδικό «ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΙΚΗ», Οκτώβριος 2023