Συνέντευξη με την κ. Ναταλία Ιωαννίδη,
εγγονή του Παύλου Μελά
«Έζησα με τη γιαγιά μου, τη Ναταλία Δραγούμη-Μελά, γι’ αυτό μπορώ να τα πω και να τα νιώσω και είμαι ευχαριστημένη που αξιώθηκα να δω το σπίτι του παππού μου Παύλου Μελά ξανά ζωντανό»…
Με θέα το ανακαινισμένο σπίτι του Παύλου Μελά, ανάμεσα σε παλιές φωτογραφίες, βιβλία και πολύτιμα αρχεία συζητάμε με την κ. Ναταλία Ιωαννίδη για τον μεγάλο ήρωα. «Πλέον αρνούμαι να μιλήσω, γιατί δεν έχω τίποτα άλλο να πω», μας διαβεβαιώνει, «αλλά συγκινούμαι όταν βλέπω το ενδιαφέρον των παιδιών». Κάπως έτσι ξεκίνησε μία συζήτηση για τα παλιά, που συνεχώς μας δίνουν νέα στοιχεία και κυρίως το πνεύμα μιάς εποχής που έγραψε ιστορία…
«Η μητέρα μου, η Ζωή, ήταν έξι χρονών όταν σκοτώθηκε ο πατέρας της, και θυμόταν πολλά. Εγώ φυσικά δεν τον εγνώρισα, αλλά είχα την τύχη να γνωρίσω τα αδέλφια του και κυρίως τη γιαγιά Ναταλία, με την οποία έζησα πολλά χρόνια».
Τη ρωτήσαμε πως μιλούσε για τον σύζυγό της η γιαγιά Ναταλία, που έζησε 69 χρόνια χήρα. «Δεν μου έλεγε πολλά. Μου μιλούσε για τα παιδικά του χρόνια, για τα αστεία που έκανε με τα αδέλφια του, δεν μου μιλούσε για τη δράση του. Με ωθούσε να διαβάσω και να μάθω για εκείνον μέσα από ιστορικά βιβλία. Δεν της άρεσαν τα μεγάλα λόγια. Συμμετείχε σε όλη την πορεία του άνδρα της, κι εκείνος της είχε μεγάλη αγάπη, θαυμασμό και εκτίμηση. Της έγραφε σχεδόν κάθε μέρα από τη Μακεδονία. Της ζητούσε συμβουλές, γιατί ήταν πιο ψύχραιμη, συγκρατημένη και ώριμη. Ήταν ολόψυχα δίπλα του… Γνώρισα μία γιαγιά χαρούμενη, με χιούμορ, δράση και αγάπη για την πατρίδα και τη ζωή. Δεν την είδα σχεδόν ποτέ να κλαίει».
Ανοίγοντας το μεγάλο άλμπουμ των οικογενειακών φωτογραφιών ξετυλίγεται η ιστορία δύο μεγάλων οικογενειών της διασποράς. «Οι Δραγούμηδες και οι Μελάδες είχαν μία παράλληλη πορεία. Ξεκίνησαν από την Ήπειρο και τη Μακεδονία και μεγαλούργησαν στο εμπόριο στην Τουρκοκρατία. Όταν έγινε το νεοελληνικό κράτος, επέστρεψαν και πρόσφεραν τα πάντα στην Ελλάδα, την περιουσία τους, τους εαυτούς τους και τα παιδιά τους. Αγαπούσαν την πατρίδα πραγματικά, όχι με λόγια».
Έχοντας μπροστά μας τη γυναίκα που φρόντισε για την αναβίωση του σπιτιού του Παύλου Μελά, ρωτήσαμε αν ένιωσε βαρύ το όνομα που κληρονόμησε, και μας απαντά ειλικρινά: «Ένιωθα βαριά την ευθύνη του σπιτιού και ήθελα να του εξασφαλίσω ένα μέλλον αντάξιο της ιστορίας του, μακριά από την πολιτική και τα μικροσυμφέροντα. Νιώθω ευγνωμοσύνη που το κατάφερα χάρη στις Ένοπλες Δυνάμεις και στην ανυστερόβουλη γενναιοδωρία της εταιρείας ″Κύκλωψ″. Την ημέρα που παραχώρησα το σπίτι, με ρώτησαν πως αισθάνομαι και είπα ″ανακουφισμένη από τη μεγάλη ευθύνη″. Όπως οι γονείς, όταν παντρεύουν τα παιδιά τους, ″το αποκατέστησα, το άφησα σε άξια χέρια″. Έχω κι ένα καταπληκτικό αρχείο, με το οποίο ασχολούμαι σαράντα χρόνια. Το διατήρησα, το επιμελήθηκα και θα το παραχωρήσω και αυτό, ώστε να μπορεί να το δεί ολόκληρη η Ελλάδα».
Τι υπάρχει να δούν οι νέοι στο σπίτι αυτό; «Το σπίτι αυτό δεν είναι μουσείο, έχει άλλωστε λίγα εκθέματα. Είναι κάτι περισσότερο και ευρύτερο: Είναι η αναβίωση μίας ευτυχισμένης οικογενειακής εστίας, που ο Παύλος έμελλε να χαρεί μόνο εννέα χρόνια και που θυσίασε για τα ιδανικά του. Αναδεικνύει την προσωπικότητα των δύο ανθρώπων που το δημιούργησαν, του Παύλου και της Ναταλίας, αλλά και των δύο οικογενειών που τους διαμόρφωσαν. Ζωντανεύει την κοινωνική ζωή στο τέλος του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα, μία εποχή διαφορετική από τη σημερινή, με υψηλά ιδανικά: φιλοπατρία, αυτοθυσία, προσφορά».
Καθώς ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, ρωτήσαμε αν έχει ανάγκη σήμερα η Ελλάδα από έναν Παύλο Μελά. «Ναί. Χρειαζόμαστε κυρίως το πνεύμα του Παύλου. Από την Αθήνα οργάνωναν τον Αγώνα. Εκείνος πρώτος συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να πλησιάσει τον μακεδονικό λαό, για να τον εμπνεύσει. Τον έβαλαν στα σπίτια τους, έφαγε μαζί τους, κοιμήθηκε μαζί τους, έπαιξε με τα παιδιά τους… Γι’ αυτό έγινε σύμβολο και θρύλος».
Στην προτροπή να μας πεί τα βασικά χαρακτηριστικά του παππού της, είπε ότι «είχε πολύ ενθουσιασμό. Ήταν συναισθηματικός και είχε βαθιά πίστη. Στο πρώτο του γράμμα στη Ναταλία, όταν περνούσε τα σύνορα της Μακεδονίας μυστικά, έγραφε: ″Ζήτω η Μακεδονία, επιτέλους περάσαμε τα σύνορα. Είμαι σίγουρος ότι μας ευλόγησε ο Θεός. Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας ξαφνικά φώτισε το δρόμο μας το φεγγάρι. Ένιωσα σε όλη μου την ύπαρξη ότι ήταν του Θεού ευλογία″».
Μία ευχή για τα νέα παιδιά ζητήσαμε κι από το πλούσιο απόθεμα της καρδιάς της απάντησε: «Τα παιδιά είναι το μέλλον. Πρέπει να έχουν ελπίδα, μέσα στην εποχή της ψευτιάς που ζούμε. Να ζούν την αλήθεια και την αγνότητα, με το πάθος του Παύλου Μελά, να τους πείτε».
Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΟΜΑΔΑ
Περιοδικό «ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΙΚΗ», Οκτώβριος 2023