“Παίρνεις ό,τι δίνεις”
Γιάννενα 1912…
και Μικρασία 1922…
Αληθινή ιστορία
Το 1912 ο στρατός μας ελευθερώνει τη Μακεδονία μας. Τον επόμενο χρόνο, τον Φεβρουάριο, οι ελληνικές δυνάμεις προελαύνουν στην Ήπειρο και μετά τις φονικές μάχες στο Μπιζάνι, εισέρχονται νικηφόρες στις 21 Φεβρουαρίου στα Ιωάννινα. Οι Τούρκοι τρομοκρατημένοι και φοβερά πεινασμένοι, υποχωρούν για την Αλβανία και μάλιστα χτυπούσαν τις πόρτες των Ελλήνων φωνάζοντας «εκμέκ, εκμέκ», ψωμί, ψωμί. Η χριστιανική μας καρδιά δεν τους το αρνήθηκε.
Ο «ήρωάς μας» εύζωνας, ατρόμητος καβαλάρης, αψηφώντας κάθε κίνδυνο ορμά στη μάχη καταδιώκοντας τους εχθρούς στα σοκάκια στα Γιάννενα. Σε κάποια στιγμή, στη γωνιά ενός σοκακιού, με προτεταμένο το όπλο είναι έτοιμος να «ξαπλώσει» κάτω έναν εικοσάχρονο Τούρκο στρατιώτη. Ο Τούρκος πέφτει στα γόνατα του έφιππου: «Σε παρακαλώ, μη με σκοτώσεις. Έχω μάνα, όπως και εσύ, είμαι νέος, θέλω να ζήσω, και ο Θεός ας σου το ανταποδώσει…».
Στην καρδιά του Έλληνα φαντάρου τότε νίκησε η αγάπη και του χάρισε τη ζωή. Κατέβηκε από το άλογο και με τις αναγκαίες προφυλάξεις τον φυγάδευσε προς τη Βόρειο Ήπειρο.
Γρήγορα ξεχάστηκε το επεισόδιο αυτό από τις φωνές και τους αλαλαγμούς: «Τα πήραμε τα Γιάννενα!». Απολύθηκε ο εύζωνας και επέστρεψε στην Αθήνα στα καθήκοντά του.
Όμως, η δύστυχη Πατρίδα μας λίγες μόνο στιγμές έχει ανάσες ειρήνης και ασφάλειας. Στις ελληνικές επιχειρήσεις της Μ. Ασίας στα 1919-1922 επιστρατεύεται για δεύτερη φορά ο «ήρωάς μας». Και πάλι φιλότιμα αγωνίζεται. Το 1922 βρέθηκε μέχρι και το Αφιόν Καραχισάρ και Εσκί Σεχήρ. Η προδοσία όμως των Μεγάλων Δυνάμεων και οι εσωτερικές εμφύλιες ταραχές ανάγκασαν σε άτακτη οπισθοχώρηση τον στρατό μας, που ταλαιπωρημένος έφτανε στη Σμύρνη.
Μια θλιβερή ημέρα οι αιμοσταγείς τσέτες σε ενέδρα περικύκλωσαν μία διμοιρία δέκα ανδρών, μεταξύ των οποίων ήταν και ο εύζωνάς μας. Ο επικεφαλής των Τούρκων, ο Τσαούσης, δίνει εντολή όλοι οι άνδρες να δεθούν και να σταθούν στα δέκα μέτρα για εκτέλεση, την οποία ανέλαβε ο ίδιος. Ο «ήρωάς» μας ήταν ο τελευταίος…
Το περίστροφο του Τσαούση ξάπλωνε στο έδαφος τον ένα μετά τον άλλον τους Έλληνες. Ήρθε η ώρα για τον δικό μας. Περιμένει το δευτερόλεπτο που θα τον οδηγήσει στην αιωνιότητα. Με μία φευγαλέα ματιά παρατηρεί πως το περίστροφο είναι κατεβασμένο και… –μήπως έχει παραισθήσεις;– το πρόσωπο του εκτελεστή κάπως χαμογελά. Ο Τσαούσης τον πλησιάζει:
–Με θυμάσαι, ρε γκιαούρη;
–Όχι, του λέει με τρεμάμενη φωνή.
–Θυμάσαι, ρε, κάποιο παιδί πριν εννέα χρόνια, που έπεφτε στα πόδια σου, εκεί στο στενοσόκακο στα Γιάννενα, και σε παρακαλούσε, «μη με σκοτώσεις…»;
Σαν κάτι να θυμάται.
–Ναι. Εσύ ήσουν;
–Εγώ ήμουν! Φίλε, το καλό δεν ξεχνιέται, και εκείνη την καλοσύνη ήρθε η σειρά να σου την πληρώσει ο Θεός! Γρήγορα και προσεκτικά ακολούθησέ με…
Και ο Τσαούσης κατά σειρά προτεραιότητας τον ανεβάζει σε μία βάρκα μαζί με άλλους, με προορισμό τη Χίο…
Η δικαιοσύνη του Θεού μπορεί να αργεί, αλλά ενεργεί πάντοτε δίκαια και παίρνεις ό,τι δίνεις…
Π.Σ.
Περιοδικό «ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΙΚΗ», Φεβρουάριος 2023