Η Νάουσα, το «Γκιουλ Μπαξέ», στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν μια αρχοντική πόλη, που χτίστηκε για να προσφερθεί ως δώρο στη Βαλιδέ χανούμ, τη μητέρα του εκάστοτε Σουλτάνου. Γι’ αυτό το λόγο, ήταν στολισμένη με όλα τα καλά και απολάμβανε μερικά προνόμια. Ενώ ήταν πλούσια πόλη, πλήρωνε μικρό φόρο και είχε την αυτοδιοίκησή της. Μέσα στην πόλη δεν επιτρεπόταν να μείνει κανένας Τούρκος, εκτός από τον Διοικητή, τον Κατή (=δικαστή) και τους φρουρούς τους.
Μα εδώ ακριβώς κρύβεται όλο το μεγαλείο τους. Ενώ οι Ναουσαίοι ήταν πλούσιοι και περνούσαν καλά, δεν συνθηκολόγησαν ποτέ με τους άπιστους και έκαναν Επανάσταση!
Θα πει κανείς: Δεν ήταν αυτή μια αστόχαστη ενέργεια, αφού η Μακεδονία βρισκόταν τόσο μακριά από την Πελοπόννησο, την άλλη εστία της Επανάστασης;
Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται πράγματι αστόχαστη. Όμως, οι Μακεδόνες υπολόγιζαν πολύ στη βοήθεια που θα ερχόταν από τη Νότια Ελλάδα και στη συμπαράσταση των αρματολών του Ολύμπου. Δυστυχώς όμως αυτοί ούτε εγκαίρως ανταποκρίθηκαν ούτε με σημαντική βοήθεια.
Μα οι Μακεδόνες οργανώθηκαν!
Πρωτεργάτες ήταν τρεις: Ο Ζαφειράκης, πρόκριτος της Νάουσας, πολιτικός αρχηγός, ο γερο-Καρατάσος, παλιός κλέφτης από τη Βέροια, και ο Αγγελής Γάτσος, ο αθλητής των βουνών της Έδεσσας.
Στις 19 Φεβρουαρίου του 1822, στον άγιο Δημήτριο της Νάουσας, αφού κοινώνησαν οι αγωνιστές, ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης. Ξεσήκωσαν έπειτα τα γύρω χωριά και όλοι μαζί φόνευσαν τον Τούρκο Διοικητή. Η πόλη ήταν ελεύθερη!
Αλλά στη Θεσσαλονίκη Τούρκος Διοικητής ήταν ο σκληρός Εμπού Λουμπούτ. Το όνομά του σήμαινε ροπαλοφόρος. Ξεκίνησε ο Λουμπούτ με 17.000 Τούρκους, για να καταπνίξει την εξέγερση. Το έμαθαν οι Ναουσαίοι. Ο Ζαφειράκης κλείστηκε στα τείχη με τους άνδρες του και οι άλλοι δύο καπεταναίοι θα τους υπερασπίζονταν απ’ έξω. Αντιστάθηκαν ηρωικά. Αλλά στις 11 ή 18 Απριλίου, ύστερα από πιθανή προδοσία, χίμηξαν οι Τουρκαλάδες αλαλάζοντας μέσα στη Νάουσα, από μία πύλη που βρέθηκε χωρίς αμπάρες.
Το μακελειό δεν περιγράφεται.
Ο Ζαφειράκης με τον Γιαννάκη, τον γιο του γερο-Καρατάσου, και τους άντρες τους εγκαταλείπουν τον Πύργο που φύλαγαν. Ορμούν προς τον Βάλτο των Γιαννιτσών. Κάποιος τους προδίδει, περικυκλώνονται και φονεύονται. Ο Γάτσος και ο γερο-Καρατάσος απομονωμένοι έξω από την πόλη, αναγκάζονται να υποχωρήσουν προς τη Νότια Ελλάδα.
Τα γυναικόπαιδα μένουν απροστάτευτα. Το μίσος των Τούρκων είναι ακόρεστο. Παιδιά σφάζονται μπροστά στους γονείς τους. Γυναίκες κρεμιούνται από τα κλαδιά δέντρων με τα βρέφη τους δεμένα κάτω από τα πόδια τους. Βάζουν φωτιά στα βρέφη και μαζί τους καίγονται οι μάνες με σπαρακτικές κραυγές!
Αλλά, όταν φτάνουμε στα μαρτύρια που πέρασαν οι καπετάνισσες, εκεί πια ντρέπεται η ίδια η ιστορία…
Ο Εμπού Λουμπούτ, αφού κατεδάφισε τα τείχη της Νάουσας, ξεκίνησε με πομπή για τη Θεσσαλονίκη. Επικεφαλής της αποτροπιαστικής πομπής ήταν δυο Τουρκαλβανοί, που κρατούσαν δυό πασσάλους με καρφωμένα τα κεφάλια του Ζαφειράκη και του Γιαννάκη Καρατάσου. Ακολουθούσαν ζώα φορτωμένα με τα κεφάλια και τα κομμένα αυτιά των θυμάτων(!) και τέλος, το αποκορύφωμα: Η Ζαφειράκαινα, η νιόπαντρη κόρη της, η Καρατάσαινα, η Γάτσαινα και άλλες αρχόντισσες δεμένες πισθάγκωνα.
Όταν η πομπή έφτασε στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης, κάρφωσαν τα δυό κεφάλια-τρόπαια στις πύλες του και ασχολήθηκαν με τις γυναίκες.
Τις «έχτισαν» μέχρι τη μέση σαν πασσάλους στο χώμα, μπροστά στο χαρέμι του Λουμπούτ. Άλειψαν τα κεφάλια τους με μέλι, για να τις τσιμπούν οι σφήκες, και τις παρέδωσαν στη μανία του όχλου. Τις έβριζαν τα Τουρκόπουλα, τις έφτυναν και τις χτυπούσαν, ενώ τα σκουλήκια κατέτρωγαν τις σάρκες τους!
Την τρίτη μέρα του μαρτυρίου τους, βγήκε ο Λουμπούτ απ’ τό χαρέμι και τις προκάλεσε να αλλαξοπιστήσουν, για να σωθούν. Τότε η Γάτσαινα αναλύθηκε σε λυγμούς και λύγισε.
Ειδικά για την Καρατάσαινα όμως, που αρνήθηκε κάθε τέτοια πρόταση με οργή, το μαρτύριο ήταν διαφορετικό.
Ο απάνθρωπος Λουμπούτ την έριξε σ’ ένα τσουβάλι με φαρμακερά φίδια. Η Καρατάσαινα, γνήσια χριστιανή, προσευχόταν θερμά υπέρ των δημίων της. Και ήταν τόσο το δηλητήριο που χύθηκε στις τρυπημένες φλέβες της, ώστε έπεσε σε αφασία και ο θάνατός της ήρθε ανώδυνος, προς έκπληξη του τυράννου!
Οι «χτισμένες» όμως αρχόντισσες ήπιαν σταγόνα σταγόνα το ποτήρι του αργού θανάτου, μέχρι που το κλώτσημα μιας τσιγγάνας στο κεφάλι της Ζαφειράκαινας της έφερε το λυτρωτικό θάνατο.
Αθάνατες Ναουσαίες καπετάνισσες, που σας τραγούδησε η λαϊκή μας μούσα:
«Και αν μας θάψτε ζωντανές, και αν μας τυραννήστε,…
την πίστη δεν αλλάζουμε, τζαμί δεν προσκυνούμε»!
Ηρωίδες Μακεδόνισσες, η ιστορία σκύβει στα πόδια σας με σεβασμό.
Δεν σας ξεχνούμε!
Όπως δεν ξεχνούμε και τις Ναουσαίες εκείνες, που για ν’ αποφύγουν την ατίμωση, κυνηγημένες απ’ τούς Τούρκους, χόρεψαν τον χορό του Ζαλόγγου και έπεσαν στον καταρράκτη της Αραπίτσας!
Και τα καραβάνια των γυναικών, που πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα και κατέληξαν στα τούρκικα χαρέμια.
Και τα εκατόν είκοσι ελληνικά χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, που αποτεφρώθηκαν τότε, ως αντίποινα για την επανάσταση!
Ο λαός της Μακεδονίας διατήρησε την εθνική του συνείδηση. Γι’ αὐτό, άντεξε άλλα 90 χρόνια σκλαβιάς από τότε! Οι Μακεδόνες εξεγέρθηκαν και το 1854 και το 1878 χωρίς αποτέλεσμα. Μα οι νικηφόροι Βαλκανικοί πόλεμοι το 1912-13 τους χάρισαν την πολυπόθητη λευτεριά.
Νεφέλη
Πηγές
- Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Β , σ. 117-121
- Διον. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, σ. 44-63
- Αποστ. Ε. Βακαλοπούλου, Ιστορία της Θεσσαλονίκης, σ. 307-310
- Κων. Α. Βακαλοπούλου, Ιστορία του Βορ. Ελληνισμού, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, σ. 153-157
- Αθηνάς Τζινίκου-Κακούλη, Η Μακεδόνισσα στο θρύλο και στην ιστορία, σ. 96-112.
«Πρός τή ΝΙΚΗ», Μάρτιος 2009