Σήμερα 6/11/2016 εορτάζουν:
- Άγιος Παύλος Α’ ο Ομολογητής και Ιερομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης
- Όσιος Λουκάς
- Άγιος Δημητριανός επίσκοπος Κηθηρίας Κύπρου
- Μνήμη της μετά φιλανθρωπίας κατενεχθείσης κόνεως επί Λέοντος του Μεγάλου
- Όσιος Νίκανδρος
- Όσιος Παύλος «ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς»
- Όσιος Αγάπιος ο πρεσβύτερος
- Όσιος Βαρλαάμ «ὁ ἐν Χουτινῇ»
- Όσιος Λουκάς «ὁ ἐν Σπηλαίῳ»
- Ανάμνηση Θαύματος Αγίου Σπυρίδωνα
- Σύναξη πάντων των εν Νεαπόλει αγίων Μαρτύρων
Ο Άγιος Παύλος ο Ομολογητής και Ιερομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. Έγινε διάκονος στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και γραμματέας του Πατριάρχη Αλεξάνδρου. Όταν πέθανε ο Αλέξανδρος, Πατριάχης εξελέγη -το 340- ο Παύλος. Η χειροτονία του έγινε εν αγνοία του αρειανόφιλου αυτοκράτορα Κωνσταντίου, που έλειπε τότε στην Αντιόχεια. Όταν ο Κωνστάντιος επέστρεψε στην Πόλη, εξεδίωξε από το θρόνο τον Παύλο και αντ᾿ αυτού τοποθέτησε τον αρειανιστή Ευσέβειο Νικομήδειας. Τότε ο Παύλος πήγε στη Ρώμη, όπου ήταν εξόριστος ο Μέγας Αθανάσιος. Έπειτα, με την επέμβαση του πάπα Ρώμης Ιουλίου, οι εξόριστοι ανέκτησαν τους θρόνους τους. Αλλά και πάλι, με ενέργειες των Αρειανών, ο Παύλος εκδιώκεται από το θρόνο. Κατόπιν και πάλι, με απειλές του Κώνσταντα στον αδελφό του Κωνστάντιο, ο Παύλος επανέρχεται στο θρόνο του, και για τρία χρόνια αδιάλειπτα εργάζεται για την Ορθοδοξία. Όμως, μετά το θάνατο του Κώνσταντα, ο Κωνστάντιος εξόρισε και πάλι τον Παύλο στην Κουκουσό της Αρμενίας, όπου με πανουργία οι Αρειανοί τον έπνιξαν με το ίδιο του το ωμοφόριο. Έτσι, ο μέγας αυτός Ομολογητής, μέσα σε ταλαιπωρίες και βάσανα, παρέδωσε την ψυχή του στο Χριστό, χωρίς να καμφθεί. Και τήρησε απόλυτα την εντολή της Αγίας Γραφής, που λέει, «ας κρατάμε καλά την ομολογία της πίστης μας προς το Χριστό».
Ο Όσιος Λουκάς
Ξένος προς τις μάταιες κλήσεις και επιθυμίες, καταγινόταν ήσυχα με την εργασία του και τον υπόλοιπο καιρό χρησιμοποιούσε για λογική ανάπαυση, μελέτη και αγάπη προς τον πλησίον του. Ο Όσιος Λουκάς ήταν από το Ταυρομένιο της Σικελίας και από μικρό παιδί διακρινόταν για την ζωντανή ευσέβειά του. Από τον ιδρώτα του έδινε στους φτωχούς και πολλές φορές αγρύπνησε κοντά στα κρεβάτια δυστυχισμένων, που χωρίς οικογένεια περνούσαν την ασθένεια μέσα στη θλίψη και την μόνωση. Οι γονείς του θέλησαν να τον παντρέψουν, αλλ᾿ ο Λουκάς δεν δέχτηκε. Δεν περιφρονώ, έλεγε τον γάμο, αφού τόσο τον τίμησε ο Κύριός μας και η Εκκλησία. Αλλ᾿ είναι τάχα ανάγκη να παντρευτούμε όλοι; Υπάρχουν τόσες διακονίες προς τον πλησίον, που μπορεί να εκτελεί ο άγαμος με περισσότερη ευκολία. Επίσης είναι υποχρεωτικό να αποκτήσει κανείς παιδιά; Και μήπως τάχα δεν είναι ιερό και ωραίο να δώσει κανείς ψωμί και να φέρει κάποια ακτίνα παρηγοριάς στις καρδιές απόρων ορφανών; Αργότερα ο Λουκάς έγινε μοναχός και ασκήτευε σε κάποια τοποθεσία της Αίτνας. Στη συνέχεια ταξίδεψε στο Βυζάντιο, όπου υπήρχαν τόσοι θησαυροί της Εκκλησίας. Τελικά τον τράβηξε η Κόρινθος, όπου δίδασκε και οικοδομούσε με τις ευσεβείς ομιλίες του και τις πατρικές συμβουλές του. Εκεί επίσης τον βρήκε και ο ειρηνικός θάνατος του δικαίου.
Ο Όσιος Αγάπιος ο πρεσβύτερος
Κατά κόσμον Ασημάκης Λεονάρδος, γνωστός ως Αγάπιος ο πρεσβύτερος. Διαπρεπής λόγιος και εκκλησιαστικός συγγραφέας (Δημητσάνα, 1740-Άργος, 1812). Ο νεαρός Ασημάκης έμαθε τα πρώτα του γράμματα στην ιδιαίτερη πατρίδα του – πιθανώς στη σχολή Φιλοσόφου, που βρισκόταν κοντά στη Δημητσάνα – και αργότερα στην Τρίπολη, όπου άκουσε τα μαθήματα του ιεροδιδάσκαλου Παρθενίου. Το 1759, σε ηλικία 19 ετών, αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη με αντικειμενικό σκοπό του ταξιδιού του το Άγιον Όρος, όπου δίδασκε τότε ο Ευγένιος Βούλγαρης. Τελικά όμως κατέληξε στη Σμύρνη, όπου σπούδασε στην τότε Ευαγγελική Σχολή της ιωνικής μεγαλουπόλεως. Έκαρη μοναχός και πήρε το ιερατικό όνομα Αγάπιος. Ίδρυσε το 1764 μαζί με τον συμπατριώτη του λόγιο ιερομόναχο Γεράσιμο Γούνα, την σχολή της Δημητσάνας, που κατά την πρώτη περίοδο της λειτούργησε ως το 1770. Το έτος αυτό ξέσπασαν στην Πελοπόννησο μεγάλοι διωγμοί και άγρια τρομοκρατία ως αντίποινα για την συμμετοχή των ελληνικών πληθυσμών στο κίνημα του Ορλόφ. Στίφη Αλβανών διέτρεχαν τον Μοριά, λεηλατώντας και ερημώνοντας την χώρα. Ανάμεσα στις πόλεις που καταστράφηκαν τότε ήταν και η Δημητσάνα. Η σχολή της έκλεισε και ο Αγάπιος κατέφυγε στη Ζάκυνθο, ενώ ο Γεράσιμος στη Σμύρνη. Από την Ζάκυνθο ο Αγάπιος πέρασε στην Πάργα, όπου και δίδαξε. Το 1780, όταν στην Πελοπόννησο αποκαταστάθηκε σχετική ηρεμία, επέστρεψε στη Δημητσάνα και ανέλαβε πάλι τα διδακτικά του καθήκοντα στην ανασυσταθείσα σχολή της. Τον επόμενο χρόνο τον κάλεσαν να αναλάβει την διεύθυνση της Ευαγγελικής Σχολής. Αλλά και στην θέση αυτή δεν παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μεταξύ 1783-1786 επισκέφθηκε τους Αγίους τόπους και από τότε πήρε και την προσωνυμία Χατζη-Αγάπιος. Έκτοτε το ιεραποστολικό έργο έγινε ο κύριος σκοπός της ζωής του. Επισκέφθηκε κατά καιρούς την Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη, το Άγιον Όρος, την Μ. Ασία, Παλαιστίνη, Αραβία, Αίγυπτο, Ήπειρο, Πελοπόννησο και νησιά. Το 1812 επέστρεψε στη σχολή της γενέτειράς του, έπειτα αποσύρθηκε στο Άργος, όπου και πέθανε.