Δεν έλειψα ποτέ ξανά από την Κατασκήνωση!

Αληθινό περιστατικό

Δεν έλειψα ποτέ ξανά από την Κατασκήνωση!

Ήμουν παιδί Γυμνασίου, όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να πάω στην Κατασκήνωση για πρώτη φορά. Ήταν μία πρωτόγνωρη, απίθανη εμπειρία. Όλα μου φαίνονταν υπέροχα σε εκείνη τη χριστιανική Κατασκήνωση. Πρώτα απ’ όλα, η ομαδάρχης μου, που τα παιδικά μου μάτια την έβλεπαν ως την καλύτερη ομαδάρχη από όλες. Κι έπειτα, τα παιδιά, οι συζητήσεις, τα παιχνίδια, τα τραγούδια, τα εκπαιδευτικά, όλα!
Όλα, κατά τη διάρκεια της ημέρας, γιατί… μόλις έπιανε να σουρουπώνει, τα πράγματα άλλαζαν… Μία παράξενη κακοκεφιά θρονιαζόταν μέσα μου, καθώς ένιωθα ότι είμαι μακριά από το οικείο περιβάλλον του σπιτιού μου. Και αυτό δεν με άφηνε να χαρώ όσα γίνονταν από την ώρα που έπεφτε ο ήλιος κι έπειτα.
Πέρασαν οι πρώτες μέρες μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα. Χαρά και ενθουσιασμός από το πρωί ως το απόγευμα, και μια αφόρητη δυσθυμία από κεί και πέρα. Σάστισα μπροστά σε αυτή την πρωτόγνωρη δυσκολία και ζήτησα να επιστρέψω στο σπίτι μου.
Οι υπεύθυνες της Κατασκήνωσης με ξεπροβόδισαν λέγοντάς μου ότι θα με περιμένουν και πάλι. Στο αυτοκίνητο οι δικοί μου αναρωτιούνταν γιατί έφευγα, αφού δεν σταματούσα λεπτό να μιλάω για όσα υπέροχα έζησα όλες αυτές τις ημέρες.
Πέρασε το καλοκαίρι και ήρθε το άλλο καλοκαίρι. Πλησίαζε ο Ιούλιος και οι συζητήσεις άναβαν στην παρέα. «Εσύ, θα έρθεις φέτος;», με ρωτούσαν. Κι εγώ διστακτικά απαντούσα: «Δεν ξέρω… μάλλον όχι».
Απ’ τη μία, το ήθελα όσο τίποτα άλλο∙ και από την άλλη, θυμόμουν εκείνο το δυσάρεστο συναίσθημα και δίσταζα. Τα ίδια και το επόμενο καλοκαίρι. Οι εμπειρίες όμως των άλλων μέσα στη χρονιά, οι αναμνήσεις τους, τις οποίες τόσο ζωηρά αφηγούνταν και μας προκαλούσαν άλλοτε γέλιο κι άλλοτε συγκίνηση, με κέντριζαν. «Τι χάνω…», σκεφτόμουν, «δεν πάει άλλο, φέτος θα πάω!».
Και πήγα. Την πρώτη μέρα –όπως τότε– ένιωθα ότι ζούσα στον Παράδεισο. Σαν έφτασε όμως η νύχτα, να το πάλι το μαύρο σύννεφο μέσα μου κι ας είχα πιά μεγαλώσει. Σκέφτηκα∙ «πειρασμός είναι, για να χάσω την Κατασκήνωση». Έκανα υπομονή ως την ώρα της προσευχής. Μπήκα στο μικρό παλαιό εκκλησάκι της Κατασκήνωσης. Έπιασα μία γωνιά. Ω! Πρώτη φορά είδα πόσο μεγάλος και εκφραστικός ήταν ο ολόσωμος Άγιος Νικόλαος στην τοιχογραφία, του οποίου το όνομα τιμούσε ο ναός. Τον ένιωθα ζωντανό να με ακούει. Άρχισα να τον παρακαλώ με δάκρυα. Του έλεγα τέτοια λόγια περίπου: πόσο πολύ θέλω να μείνω, πόσο πολύ νιώθω να με ωφελεί η ατμόσφαιρα της Κατασκήνωσης κι ότι θα χάσω κάτι πολύ σημαντικό, αν πάλι φύγω.
Αρκετά ξαλαφρωμένη και έχοντας εμπιστοσύνη στον Άγιο, στον οποίο είχα εναποθέσει το πρόβλημά μου, ανηφόρισα προς την Ομάδα μου. Κοιμήθηκα ήσυχα, ανάλαφρα. Ξύπνησα χαρούμενη, έτοιμη να ζήσω όσα θα μου πρόσφερε η αγάπη του Θεού. Έφτασε το απόγευμα και η νύχτα και δεν το κατάλαβα πως πέρασε αυτή η μέρα. Τίποτα δεν σκίαζε τη χαρά μου.
Γονατιστή ξανά κι εκείνο το βράδυ και το άλλο… και το άλλο… μπροστά στον «νοικοκύρη» της Κατασκήνωσης, ανανέωνα τα αιτήματά μου, αφού πρώτα ευχαριστούσα για την ημέρα. Αυτά μέχρι την τελευταία νύχτα, που τα παρακλητικά δάκρυά μου έγιναν πιά δάκρυα ευγνωμοσύνης. Μιάς βαθιάς, πολύ βαθιάς ευγνωμοσύνης προς τον ευεργέτη μου.
Ο Άγιος με τον οποίο συνδέθηκα σε εκείνη την Κατασκήνωση, έγινε για μένα ένας πολύ καλός ουράνιος φίλος∙ και από τότε –είναι ίσως περιττό να πω– το έκανε το θαύμα του μια για πάντα. Δεν έλειψα ποτέ ξανά από την Κατασκήνωση…

Κατασκηνώτρια

Περιοδικό «Προς τη ΝΙΚΗ», Ιούλιος 2022

Σχόλια:

Αφήστε μια απάντηση

Ένα κάθε μέρα

8 Φεβρουαρίου 2025

Ολιγάρκεια

Αυτός που δεν ζητάει τα πολλά έχει όλα τα καλά.

παροιμία

Γίνε και εσύ συνδρομητής !

Πρόσφατες αναρτήσεις

Το συναξάρι της ημέρας

Φιλικές Ιστοσελίδες