Ο “Τουρκοφάγος”

   –Απάνω τους, Έλληνες! ακούγεται μια βροντερή φωνή. Κι ευθύς ένα πλήθος ξυπόλυτοι και κουρελιάρηδες, οπλισμένοι με παλιοντούφεκα δεμένα με σχοινιά, ορμούν στις πλαγιές και σκορπούν τη φρίκη στην Τουρκιά. Χρεμετίσματα αλόγων, βογκητά πληγωμένων… Φωτιά, μολύβι και θάνατος…

   26 Ιουλίου 1822. Δερβενάκια. Λυγερός και σβέλτος ο φτεροπόδαρος Νικηταράς πολεμά με χέρι ατσάλινο. Τέσσερα σπαθιά έσπασαν στα χέρια του! Ο πόθος για τη λευτεριά κι η αγανάκτηση για το άδικο τού δίνουν φτερά.

   Δεν άφησε μάχη για μάχη ο γενναίος. Βαλτέτσι, Δολιανά και Δερβενάκια. Μαζί με τον Ανδρούτσο στη Στυλίδα και στην Αγια-Μαρίνα. Με τον Υψηλάντη στην Αθήνα, με το Μακρή στην Έξοδο του Μεσολογγίου. Με τον Καραϊσκάκη στην Αράχοβα και με τον Κολοκοτρώνη κατά του Ιμπραήμ. Παντού ο ίδιος: φοβερός, κι ατρόμητος. Από τότε που στα Δολιανά με μόνον εκατόν πενήντα συντρόφους είχε τρέψει σε φυγή έξι χιλιάδες εχθρούς, τον έλεγαν «Τουρκοφάγο».

   Θαυμάζω τον ήρωα. Μα δεν τον θαυμάζω μόνο για την αντρειοσύνη του. Τον θαυμάζω και για τα άλλα του τρόπαια. Γράφει γι’ αυτόν ένας Γάλλος Φιλέλληνας: «Σε ονόμασαν Τουρκοφάγο. Μα αυτό… δείχνει μόνο τα κατορθώματά σου. Δεν λέει το κυριότερο, ότι σ’ εσένα έσμιγαν η γλυκύτητα της νιότης με τη σοφία των γηρατειών». Και εξηγεί: «Η ανιδιοτέλειά σου δεν ξεχώριζε απ’ την ανδρεία σου. Ήσουν πάντα πονόψυχος για τους αδύνατους και φοβερός για τους εχθρούς».

   Τουρκοφάγος και πονόψυχος γίνεται; Και όμως!

   Διηγούνται ότι μετά τη μάχη στα Δερβενάκια, σαν έπεσε η νύχτα, καμιά τριανταριά Τούρκοι και Αρβανίτες κρύφτηκαν κάτω απ’ το ταμπούρι του Νικηταρά. Μόλις έφεξε το  ’βαλαν στα πόδια. Ο Νικηταράς τούς κυνήγησε. Γυρίζοντας, θέλησε να κάνει έναν έλεγχο στην κρυψώνα των εχθρών. Όταν πλησίασε, άκουσε βογκητά. Ήταν ένας Αρβανίτης λαβωμένος βαριά στη μέση του.

   –Πάρε μου το κεφάλι να γλυτώσω, παρακάλεσε μόλις είδε Έλληνα, χωρίς να τον γνωρίσει.

   –Ορέ, είμαι πολεμιστής κι όχι τζελάτης (δήμιος), απάντησε ο καπετάνιος. Άιντε, να σε πάω στο καραούλι να σε γειάνει ο γιατρός μας.

   Και φορτώθηκε τον πληγωμένο στην πλάτη του.

   Στο δρόμο ο Αρβανίτης άκουσε κάποιους που φώναζαν το σωτήρα του «καπετάν Νικήτα» και τον ρώτησε:

   –Έχεις καμιά συγγένεια με τον Νικηταρά, που τόσα λένε γι’ αὐτόν Τούρκοι και Αρβανίτες;

   –Ο ίδιος είμαι, του αποκρίθηκε.

   Τότε ο πληγωμένος δάκρυσε και άρχισε να τρέμει.

   Σε λίγο ο Νικηταράς ένιωσε στο λαιμό του την κρυάδα μαχαιριού. Τινάχτηκε σαν αστραπή και έπιασε το χέρι του Αρβανίτη, που κρατούσε μαχαίρι.

   –Δεν είσαι μπεσαλής, ορέ Αρβανίτη, του λέει αγριεμένος. Εγώ κοιτάω να σε γλυτώσω κι εσύ τηράς πώς να με σκοτώσεις;

   Μα ο Αρβανίτης δεν ήθελε το κακό του. Μια τούφα μαλλιά μόνο ήθελε να κόψει στα κρυφά απ’ τόν ευεργέτη του, για να τον θυμάται… Μα …έτρεμε το χέρι του και προδόθηκε!

   Κι αλήθεια, κρατούσε μια τούφα μαλλιά στο χέρι του σαν κειμήλιο…

   Ήταν λοιπόν πονόψυχος ο Νικηταράς. Μα είχε κι άλλες αρετές. Ήταν και ανιδιοτελής. Μετά την καταστροφή του Δράμαλη όλοι οι Έλληνες χύθηκαν σαν τα μηρμύγκια στα πλούσια λάφυρα. Όπλα με χρυσές κι αργυρές λαβές, κοσμήματα, σκηνές Τούρκων, άλογα, καμήλες και φλουριά αμέτρητα. Με το φέσι τα μοίραζαν μεταξύ τους! Πρόκληση για τους πάμφτωχους και άοπλους Έλληνες. Από τους ελάχιστους που δεν άγγιξε τα λάφυρα ήταν ο πρωτεργάτης της νίκης, ο Νικηταράς! Και δεν θα ’παιρνε τίποτα, αν τα παλληκάρια του δεν του χάριζαν ένα δαμασκηνό σπαθί, που και αυτό το έδωσε λίγους μήνες αργότερα στον έρανο που έκαναν οι Υδραίοι για τον στόλο. Όμως, οι Υδραίοι τού το γύρισαν πίσω, γράφοντάς του: «Το όπλον τούτο ουχί 3.000 γρόσια αξίζει, αλλά είναι ανεκτίμητον. Πότε όμως; Όταν είναι εις χείρας σου, εις την ζώνην σου και κόπτει τους εχθρούς της πατρίδος».

   Αυτός ήταν ο Νικηταράς. Θυσία για τους άλλους. Τίποτα για τον εαυτό του!

   Κάποια παραμονή της Πρωτοχρονιάς, στα χρόνια της Επανάστασης, διηγείται ο Βλαχογιάννης, συνέβη το εξής: Τα παιδιά πήγαν στον Νικηταρά να του πουν τα κάλαντα, κι αυτός δεν είχε καθόλου παράδες. Βρισκόταν εκεί κι ο Κολοκοτρώνης, που ήταν θείος του. Ο Νικηταράς του ζήτησε κάτι, για να φιλέψει τα παιδιά. Τότε ο Γέρος του είπε χωρατεύοντας: «Δεν ντρέπεσαι να διακονεύεις, κοτζάμ καπετάνιος με τόσες δόξες; Τι σόι στρατηγός είσαι συ;». Κι ο Νικηταράς απολογήθηκε: «Πραματευτής δεν είμαι. Το ’χε η μοίρα μου να γίνω καπετάνιος, μα δεν θέλω να κάμω πραμάτεια το καπετανλίκι μου και να το πλουταίνω».

   Και πράγματι. Ποτέ δεν χρησιμοποίησε το όνομά του και τη δόξα του για να κερδίσει. Και ποτέ δεν παραπονέθηκε. Ούτε κι όταν η πατρίδα, που τόσο υπηρέτησε, τον φυλάκισε δυό φορές για πολιτικούς λόγους. Όταν αποφυλακίστηκε, ήταν σχεδόν τυφλός και είχε χάσει την υγεία του… Έμεινε στον Πειραιά φτωχός, με μια μικρή σύνταξη ως το θάνατό του, το 1849.

   Να λοιπόν, γιατί θαυμάζω τον Νικηταρά. Γιατί ήταν αγωνιστής παντού. Στον πόλεμο και στην αρετή. Γιατί ήταν ο καλόκαρδος, ο τίμιος και αγνός πατριώτης, που «δεν έκανε πραμάτεια το καπετανλίκι του».

 Νεφέλη

Κείμενο: Περιοδικό «Προς τη ΝΙΚΗ», Μάρτιος 2010

Σχόλια:

Αφήστε μια απάντηση

Ένα κάθε μέρα

9 Οκτωβρίου 2024

Κάθε στιγμή...

Κάθε στιγμή, κι αν πέφτουμε, να έχουμε τη δύναμη να σηκωνόμαστε.

Γίνε και εσύ συνδρομητής !

Πρόσφατες αναρτήσεις

ΑΥΓΗ

Το συναξάρι της ημέρας

Φιλικές Ιστοσελίδες