Ο κυρ-Αντώνης, ο γείτονας του διπλανού διαμερίσματος, γύρω στα ογδόντα του χρόνια, ξέρουμε όλοι στην οικοδομή πως δεν βγαίνει πια έξω απ’ την πόρτα μας. Τα προβλήματα υγείας του τον κρατάνε μέσα στο σπίτι. Ίσα με το μπαλκόνι είναι η βόλτα του κι αυτό με αργά βήματα. Μένει με τη σύζυγό του κι αυτή πασχίζει όλα να τα προλάβει παρά τα δικά της προβλήματα.
Δεν ήταν άνθρωπος της Εκκλησίας από τα νιάτα του ο κυρ-Αντώνης, αλλά ούτε και τώρα στα γεράματά του, αντίθετα με την κυρά Κατερίνα, που μόνο με τη δύναμη του Θεού, όπως λέει, τα βγάζει πέρα τα βάσανα της ζωής και τον κόπο της ασθενικής υγείας της. Με κρύο και με καύσωνα η κυρά Κατερίνα θα είναι από τους πρώτους που θα βγει από την οικοδομή για την Εκκλησία. Όσες φορές κι αν τον παρακάλεσε τον άντρα της να κοινωνήσει «για υγεία» στις μεγάλες γιορτές τουλάχιστον, η απάντηση ήταν κοφτή: «όταν θέλω εγώ, θα κοινωνήσω, δεν είναι ώρα». Το ίδιο απαντούσε και στα παιδιά του, χωρίς να δίνει περιθώριο για παραπάνω κουβέντες. Τα χρόνια περνούσαν κι ο κυρ-Αντώνης έμενε να βαραίνει στην υγεία, αλλά και να σκληραίνει στην αποχή από τα Άχραντα Μυστήρια.
Πριν μέρες ένα πρωί αναστατωθήκαμε όλοι στην πολυκατοικία. Ασθενοφόρο μπροστά στην είσοδο. Βγήκαν στα μπαλκόνια άλλοι, εμείς ανοίξαμε την πόρτα μας. Τον είδα με τα μάτια μου να τον μεταφέρουν βιαστικά οι τραυματιοφορείς, μήπως και τον προλάβουν. Είχε την όψη ανθρώπου που ξεψυχάει.
Πάει ο κυρ-Αντώνης, είπαμε όλοι. Περιμέναμε το βράδυ την κυρά Κατερίνα να ’ρθει να μας πει τα νέα.
Δύσκολα, έλεγε αποκαμωμένη απ’ την κούραση και τη στενοχώρια.
Ειδοποιήθηκαν τα παιδιά του, που μένουν σε άλλη πόλη. Οι γιατροί έδωσαν το μήνυμα να φτάσουν το γρηγορότερο, για να προλάβουν να χαιρετήσουν τον πατέρα τους.
Και ήρθαν πραγματικά και στάθηκαν κοντά του νύχτα μέρα κρατώντας του σφιχτά το χέρι. Μέσα στη μάχη με τη ζωή και το θάνατο κι ενώ είχε αναστάτωση και εκνευρισμό λόγω της ταλαιπωρίας του ο κυρ-Αντώνης, τόλμησε ο γιος του για άλλη μια φορά και του είπε:
–Πατέρα, να έρθει ο παπα-Λάμπρος απ’ την Εκκλησία μας να σε κοινωνήσει; Θέλεις;
–Ας έρθει, είπε ο κυρ-Αντώνης αποφασιστικά αυτή τη φορά.
Δεν περίμεναν δεύτερη κουβέντα οι δικοί του. Σε δυο ώρες ο γνωστός τους ιερέας από την Εκκλησία τους ήταν στο Νοσοκομείο.
–Τι κάνει ο φίλος μου ο κυρ-Αντώνης, είπε χαμογελαστός ο παπα-Λάμπρος μπαίνοντας στον θάλαμο. Έμαθα ότι είσαι στο Νοσοκομείο και ήθελα να περάσω να σε δω, να σε ευχαριστήσω για τη βοήθειά σου στο συσσίτιο της Ενορίας μας, όταν το πρωτοξεκινήσαμε πριν πολλά χρόνια. Τότε που μου έφερνες πράγματα απ’ το μαγαζί σου, χωρίς να παίρνεις ούτε δραχμή. Ήρθε η ώρα να το πω, να το ακούσουν και τα παιδιά σου. Ήσουν απ’ αυτούς που μας στήριξες κι αυτό το ’χει κρατημένο ο Θεός για την ψυχή σου.
Μείνανε ο γιος του κι η κόρη του να κοιτάζονται με τη μάνα τους… Τι όμορφο μυστικό είχε ο πατέρας τους φυλαγμένο χρόνια τώρα στην ψυχή του και ήρθε η ώρα να το φανερώσει ο Θεός!
Βγήκαν έξω συγκινημένοι. Έμειναν μόνοι ο παπα-Λάμπρος και ο κυρ-Αντώνης. Κουβέντιασαν και ύστερα κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Ήταν σούρουπο όταν ξεπροβόδισαν τον ιερέα. Ο κυρ-Αντώνης έμεινε αμίλητος με κλειστά τα μάτια για ώρα αρκετή. Δεν θέλησε να πάρει το φαγητό που του έφερε η τραπεζοκόμος.
–Απόψε είμαι χορτάτος, της είπε. Πάρ’ το πίσω το φαΐ μου. Μόνο λίγο νερό θέλω, γύρισε στην κόρη του.
Έμεινε μαζί του εκείνη όλη τη νύχτα. Όταν πέρασε ο βραδινός γιατρός, παρατήρησε πως η κατάσταση του πατέρα της έδειχνε βελτιωμένη. Ο πυρετός τον είχε αφήσει κι οι υπόλοιπες λειτουργίες φαίνονταν να μπαίνουν σε φυσιολογικό ρυθμό, ανεξήγητα. Συγκρίνοντας με τις τιμές του πρωινού, της προηγούμενης νύχτας, των προηγούμενων ημερών υπήρχε αισθητή διαφορά. Εκείνο το βράδυ ήταν το πρώτο που ο γείτονάς μας κοιμήθηκε ήσυχα και χορταστικά μετά από πολλές νύχτες.
Από το άλλο πρωί κατά κοινή ομολογία των γιατρών πήρε σταθερά το καλύτερο, χωρίς να έχουν αλλάξει θεραπεία ή κάτι άλλο στην αντιμετώπιση της κατάστασής του. Όλοι βρίσκονταν σε απορία εκτός από τον ίδιο, που το ’λεγε και το ξανάλεγε με πεποίθηση και χαρά:
–Λέτε ό,τι θέλετε εσείς, εγώ το λέω και θα το λέω, μέχρι να πεθάνω. Αυτό με έσωσε, η Αγία Κοινωνία. Ούτε φάρμακα, ούτε οξυγόνα. Με έσωσε η Θεία Κοινωνία!
Γύρισε σπίτι σε δυο μέρες και ήταν άλλος άνθρωπος. Τον είχαμε για πεθαμένο και τον βλέπαμε ζωντανό με δυνατή φωνή να μας διηγείται το θαύμα που έζησε και να λέει ξανά και ξανά: «Αυτό με έσωσε, η Αγία Κοινωνία και θα το λέω σε πιστούς και άπιστους, μέχρι να πάω στον άλλο κόσμο».
ε.π.
«Πρός τή ΝΙΚΗ», Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2020