Αθήνα, 11-12-2020
13-12-1943: Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ
Το μεγαλύτερο έγκλημα στην Κατοχή
Μαρτυρία Ανδριάνας Δαρμογιάννη-Θεοδωροπούλου
Ευγενική, καρτερική, αξιοθαύμαστη, η 91χρονη σήμερα κ. Ανδριάνα, που έζησε παιδί στα Καλάβρυτα όλα τα τραγικά εκείνα γεγονότα του Ολοκαυτώματος και έχασε τον πατέρα της, καταθέτει τη μαρτυρία της στο Περιοδικό «Πρός τή ΝΙΚΗ». Μια μαρτυρία πόνου δυσβάσταχτου αλλά και ευθύνης απέναντι στην Ιστορία. Με σεμνότητα και αξιοπρέπεια αναπολεί τα γεγονότα, διηγείται και συγκινείται. Σας παραθέτουμε τη συνέντευξη που μας παραχώρησε.
–Κυρία Ανδριάνα, ζήσατε τα παιδικά σας χρόνια στα Καλάβρυτα. Πείτε μας κάτι από την οικογένειά σας, τ’ αδέλφια σας.
Μεγαλώσαμε στα Καλάβρυτα, μια κωμόπολη με ιστορία και καλό Σχολείο. Η οικογένειά μας ήταν μια ζεστή φωλιά. Ήμασταν 5 αδέρφια. Η μεγαλύτερη αδελφή μου η Αγγελική ήταν 13-14 χρονών όταν έγινε η καταστροφή, εγώ ήμουν στα 12-13, τρίτη ήταν η Σοφία στα 11, ο αδερφός μου ο Δημήτρης 8 ετών, και το μωρό μας 8 ημερών.
–Ασφαλώς, θα έχετε κάποιες ωραίες αναμνήσεις πριν την καταστροφή…
Βεβαίως! Ο πατέρας μου, Άγγελος Δαρμογιάννης, που είχε συμμετάσχει και στη Μικρασιατική εκστρατεία, ήταν άνθρωπος πιστός στον Θεό. Με τη μητέρα μου Παναγιώτα ανέβαιναν στην Αγία Λαύρα για εξομολόγηση. Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ την τάξη, το σωστό. Θυμάμαι μια φορά, πολύ μικρή ήταν η αδελφή μου, τρώγαμε όλοι μαζί και την ώρα του τραπεζιού, φαίνεται κάτι που είχε ακούσει απ’ έξω το πέταξε, μια κουβέντα όχι σωστή. Και τότε ο πατέρας μου έβαλε το χέρι του και της έκλεισε το στόμα τελείως. Μείναμε όλοι άφωνοι. Καταλάβαμε ότι τέτοια λόγια δεν πρέπει να λέμε ποτέ.
Και κάτι άλλο. Στη γωνία του χειμωνιάτικου δωματίου υπήρχαν τα εικονίσματα του Κυρίου, της Παναγίας και η θήκη των στεφάνων του γάμου των γονέων μας. Γιατί ήτανε μυστήριο ο γάμος. Υπήρχε και καντήλι κρεμαστό. Όταν το άναβε η μητέρα μου, μας φώναζε όλους γύρω και μας έλεγε «φίλησέ το» και μετά το σήκωνε ψηλά. Μας έδιναν μια τέτοια αγωγή.
–Να φτάσουμε στον Δεκέμβριο του 1943, στην καταστροφή. Την περίμενε κανείς; Δόθηκε κάποια αφορμή;
Έγινε μία σύγκρουση μεταξύ των Γερμανών και των Ελλήνων ανταρτών στην περιοχή της Κερπινής Καλαβρύτων και νίκησαν οι αντάρτες. Έπιασαν Γερμανούς αιχμαλώτους, τους οποίους κακοποίησαν. Και ήρθαν οι Γερμανοί κάτω από τα νώτα της Πελοποννήσου για αντίποινα. Όταν το έμαθαν οι αντάρτες, σηκώθηκαν και έφυγαν, πήγαν μακριά, δεν αναμετρήθηκαν. Σώθηκαν εκείνοι. Οι Γερμανοί μπήκαν στα Καλάβρυτα, φρούρησαν την κωμόπολη, εγκαταστάθηκαν στα σπουδαιότερα κτήρια και γραφεία και υποσχέθηκαν στους ιθύνοντες ότι δεν θα τους πειράξουν. Διότι δεν έφταιγαν κιόλας οι Καλαβρυτινοί. Παρά ταύτα, έκαναν το αντίθετο.
–Πότε ήρθαν οι Γερμανοί στα Καλάβρυτα;
9 Δεκεμβρίου ήρθαν και στις 13 έγινε η καταστροφή. Το διάστημα αυτό γύριζαν, έκαναν μπλόκα, άρπαζαν απ’ τα σπίτια, έκαναν πολλά. Ο φόβος και ο τρόμος…
Εν τέλει, όταν ήρθε η 13η Δεκεμβρίου, Δευτέρα ήταν, χτύπησαν οι καμπάνες και ειδοποίησαν οι Γερμανοί, με μια κουβέρτα και με φαγητό μιας μέρας, όλοι να κατέβουν στο Δημοτικό Σχολείο. Και ξεκινήσαμε όλοι, η οικογένεια με τα παιδιά, και κατεβήκαμε στο Σχολείο. Όταν φθάναμε στην πόρτα του σχολείου, ήταν εκεί Γερμανοί, οι οποίοι ξεχώριζαν τους άνδρες όλους, από 14 ετών παιδιά μέχρι τουλάχιστον 70-80 χρόνων –τους πολύ γέροντες τους άφηναν– από τα γυναικόπαιδα. Έκλεισαν τα γυναικόπαιδα μέσα στο σχολείο, ενώ τους άνδρες τους πήγαν στου Καππή τη λάκκα. Συγχρόνως άλλη παρέα Γερμανών, αφού μάζεψαν ό,τι πιο πολύτιμο βρήκαν στα σπίτια και στα καταστήματα, τα πήραν με το τρενάκι, τον Μουτζούρη –έτσι λεγόταν το τρενάκι– και έβαλαν φωτιά στα σπίτια! Ταυτόχρονα, φωτιά στα σπίτια, οι άνδρες στου Καππή τη λάκκα, και τα γυναικόπαιδια κλεισμένα στο σχολείο! Χαλασμός!
Εκεί μέσα στην αίθουσα του Σχολείου που ήμασταν στοιβαγμένοι… ήμασταν τα πέντε παιδιά, η μητέρα μου κρατούσε το μωρό… Οι γυναίκες έκαναν την Παράκληση στην Παναγία. Χαλούσε ο κόσμος, το μωρό έκλαιγε, και κάποια στιγμή ακούσαμε και πολυβόλο. Σε λίγο… «φωτιά, φωτιά!», έσκισε τον αέρα μια φωνή τρόμου! Είχαν κλειδώσει τις πόρτες να μας κάψουν μέσα! Φρίκη!
Τότε η μητέρα μου αρπάζει τη μικρή αδερφή μου. Σκέψου, είχε το μωρό στα χέρια της, το άφησε, αλλά θεωρούσε ότι μπορεί να σηκώσει την αδελφή μου… Τη σηκώνει λοιπόν και την πετάει έξω απ’ το παράθυρο, ένα μέτρο θα ᾿ταν ψηλά! Για να σωθεί! Κάτω ήταν ένας διάδρομος στεγασμένος, οι σκάλες, και κατέβαινες στην αυλή. Έπεσε κάτω, δεν ήξερε πού να πάει. Μόνο έβλεπε τους καπνούς. Ένα πράγμα… πώς να το πει κανείς; Ουρανομήκεις οι καπνοί και οι φλόγες πάνω ψηλά! Χαλασμός να ακούγεται γύρω, να πέφτουν άνθρωποι… Πού να πάει; Ένας Αυστριακός τότε άνοιξε την πόρτα του Σχολείου –τον σκότωσαν αυτόν μετά– και βγήκαμε κι εμείς όλοι έξω… Ο ένας έσπρωχνε τον άλλο. Το μωρό τής το᾿ριξαν κάτω της μητέρας μου, το πάτησαν, παρά λίγο να πεθάνει. Τότε ανταμώσαμε όλοι και βρεθήκαμε στην απέναντι πλευρά, σε μια σπηλιά. Και κει μάθαμε το γεγονός: Σκότωσαν όλους τους άντρες!…
–Σπαραγμός… Σκοτώθηκαν πολλοί;
1300 περίπου, απ’ τα Καλάβρυτα κι από τα γύρω χωριά.
Πήγαν τότε οι περισσότερες γυναίκες και τους βρήκαν όλους σκοτωμένους. 13 τραυματίες υπήρχαν μόνο. Αυτοί οι τραυματίες διηγήθηκαν μετά τι έγινε. Ήταν μαζί τους κι ο ιερέας, ο παπα-Καλός, που είχε και μια σύνοψη, προσευχή κάνανε… Ο υπεύθυνος Γερμανός Αξιωματικός λεγόταν Τέννερ. Αυτός ο Τέννερ λοιπόν υποσχέθηκε ότι δεν θα πειράξει κανέναν Καλαβρυτινό, μάλιστα μίλησε και με έναν καθηγητή των Γαλλικών, τον Αθανασιάδη. Και μετά άρχισαν να τρίζουν τα πολυβόλα… Του φώναξε τότε ο καθηγητής των Γαλλικών: «Πού είναι η τιμή σου, Τέννερ; Ζήτω η Ελλάδα!». Και στρώμα όλοι, έπεσαν κάτω!
–Εκτός από τον πατέρα σας χάσατε και άλλους συγγενείς;
Πώς! Χάθηκε ο πατέρας μου Άγγελος, δύο αδέλφια του, Νικόλαος και Παναγιώτης, δύο γαμπροί του από αδελφές του και δύο ξαδέρφια μου. Απ’ αυτούς ο ένας ήταν 14 ετών, ο Κώστας! Η μητέρα του είχε έξι κορίτσια και ένα αγόρι… Έχασε τον άντρα της και τον γιο της, έμεινε με τα κορίτσια… Επτά άμεσοι συγγενείς μας υπολογίζω ότι χάθηκαν, μέσα σε μια μέρα. Και μετά, γείτονες και λοιποί, γνωστοί όλοι και πολύ αγαπητοί.
–Η συνέχεια;
Άρχισαν οι γυναίκες να τραβούν τους νεκρούς για να βρουν τους δικούς τους. Ο ένας είχε πέσει πάνω στον άλλο. Να ανοίξουν τάφους. Αλλά πόσο να σκάψουν οι γυναίκες και με τι εργαλεία; Πήγε και η αδερφή μου η μεγαλύτερη, ήταν 13-14 χρονώ, να θάψει τον πατέρα μας. Γιατί η μητέρα μας είχε μωρό οκτώ ημερών. Η Αγγελική λοιπόν με κάποιες γειτόνισσες βρήκαν τον πατέρα μας. Είχε δεχθεί ριπή πολυβόλου… αλλά το πρόσωπό του ήταν μειλίχιο, λες γελαστό. Με μία κουβέρτα τον κατέβασαν κάτω στο νεκροταφείο και τον έθαψαν. Άλλους δεν μπόρεσαν να τους κατεβάσουν. Μερικοί ακόμα είναι θαμμένοι εκεί, πάνω στο λόφο.
Για αρκετό καιρό μετά, όταν περπατούσαμε και κοιτάζαμε ψηλά προς το χωράφι του Καππή, νόμιζε κανείς πως στην πλαγιά αυτή ήταν στρωμένες κόκκινες κουβέρτες. Τόσο αίμα. Και βροχές είχαν πέσει. Αλλά, για βάλε από χίλιους ανθρώπους χυμένο αίμα! Πότισε τη γη. Ένα πράγμα που δεν μπορεί να το φανταστεί μυαλό ανθρώπου, αν δεν το έχει ζήσει…
–Και να ᾿ταν μόνο αυτό! Κάηκε και το σπίτι σας! Πού μείνατε μετά;
Περάσαμε τη νύχτα σε μια σπηλιά έξω από τα Καλάβρυτα, στο νότιο μέρος. Τρυπώσαμε όλοι μέσα, άλλοι εδώ κι άλλοι εκεί. Όταν το πρωί πήγαμε να δούμε το σπίτι μας, δεν είχε μείνει τίποτα. Καμμένα όλα, κάπνιζαν ακόμη. Ήταν ένα καινούργιο σπίτι, διώροφο και με ηλεκτρισμό. Μετά από χρόνια ο αδερφός μου το ’φτιαξε και ξαναμπήκαμε μέσα.
Στην αρχή λοιπόν μείναμε στο φούρνο μας, κάτω από ένα τσίγκινο στέγαστρο. Μετά ευτυχώς βρέθηκε ένα σπίτι παλιό στη γειτονιά μας, που δεν μπόρεσαν φαίνεται να το κάψουν, εκεί τρυπώσαμε όλοι οι γείτονες. Σαν να στεκόμαστε κάτω από μία στέγη, τίποτε άλλο. Δεν είχαμε κρεβάτια. Να κοιμηθείς και να ξεκουραστείς; Πού; Και με τα ρούχα που φορούσαμε, τίποτε άλλο. Φαγητό πώς να βρεις; Ήρθαν κάποιοι συγγενείς απ’ τα χωριά, μας βοήθησαν… Ήρθε και ο Ερυθρός Σταυρός μετά και λειτούργησαν κάποια συσσίτια. Λίγο ψωμάκι, όχι πολλά πράγματα. Περάσαμε πολύ φτωχικά. Μεγάλη ταλαιπωρία.
–Ζήσατε τον πόνο και τη στέρηση στον υπέρτατο βαθμό. Πώς αντέξατε;
Κοίταξε να δεις. Εμείς, και τα τέσσερα παιδιά, γιατί το μωρό δεν καταλάβαινε, θέλαμε να μη στενοχωρηθεί η μητέρα μας. Κάναμε κουράγιο. Λέγαμε: «Μην κλαις, μητέρα, μην κλαις». Μας πονούσε περισσότερο η μάνα, που είχε στα χέρια της πέντε παιδιά και μες στον δρόμο… Πολύ δύσκολα, πάρα πολύ, αλλά βοήθησε ο Θεός και πέρασαν!
–Σχολείο λειτούργησε μετά την καταστροφή;
Βρέθηκε ένας ιερομόναχος, π. Ευσέβιος Κηπουργός λεγόταν, που ήταν Διευθυντής της Εκκλησιαστικής Σχολής στην Πάτρα. Δυναμικός και μορφωμένος πολύ. Αυτός ήρθε στα Καλάβρυτα και έκανε κάθε προσπάθεια με θυσία, για να ξαναλειτουργήσει Δημοτικό και Γυμνάσιο. Να πάρει την άδεια από το κράτος, να βρει καθηγητές… Στεγαστήκαμε σε κάτι τρώγλες, υπόγεια, κυκλοφορούσαν και ποντίκια ανάμεσά μας. Μεγάλος ευεργέτης, η προτομή του υπάρχει στην αυλή του Γυμνασίου.
–Πνευματική στήριξη βρήκατε;
Βέβαια. Ήρθε ο π. Κωνστάντιος Χρόνης, κάτοικος κοντινού χωριού, που αργότερα έγινε επίσκοπος στην Καβάλα. Μας μάζεψε, μας μιλούσε, μαλάκωνε τις ψυχές μας. Βρήκαμε μία παρηγορία. Μας εξομολογούσε. Έκανε Κατηχητικό, μιλούσε στους μεγάλους, μας στήριζε. Έκανε και προσπάθεια να λειτουργήσει το τρενάκι ξανά, να μας φέρει τρόφιμα, ώστε να ζήσουμε. Βοήθησε πολύ.
Επίσης και ο π. Ευσέβιος Γιαννακάκης, που αργότερα ήταν στο Ιπποκράτειο ιερέας. Τότε ήταν ιερομόναχος στην Αγία Λαύρα, μορφωμένος. Ήρθε λοιπόν μαζί με τον επίσκοπο Αιτωλοακαρνανίας Ιερόθεο, που τότε ήταν μοναχοί στην Αγία Λαύρα. Κατέβαιναν, μας έκαναν Κατηχητικό, πήγαιναν στο Γυμνάσιο, ενίσχυαν, στάθηκαν κοντά μας.
–Θυμάστε κάτι από τα δύσκολα εκείνα χρόνια;
Με τα αδέλφια μου τελειώσαμε το Δημοτικό και κάναμε όλες τις αγροτικές δουλειές. Σκοτωμός στη δουλειά! Και κάτι ζώα που είχαμε, εμείς τα περιποιούμασταν. Με τον αδελφό μου οργώναμε τα χωράφια, με το αλέτρι. Δεν ξέραμε καλά πώς να τα σπείρουμε και φωνάζαμε τους γείτονες να μας δείξουν πώς θα σπείρουμε το σιτάρι, το καλαμπόκι αργότερα, τα φασόλια… Βλέπεις, το μαγαζί του πατέρα μας κάηκε. Η μία αδελφή μας μόνο συνέχισε και στο Γυμνάσιο και μετά σπούδασε. Εγώ έγινα μοδίστρα, για να βοηθήσω το σπίτι μας.
–Όλο αυτό το κακό το έκαναν οι Γερμανοί. Πώς εξηγείται τόση αγριότητα;
Ήταν πάρα πολύ σκληροί οι Γερμανοί λόγω αγωγής. Βλοσυροί πολύ. Μπορεί να τους έμενε φαγητό στο καζάνι τους και το ᾿χυναν στα σκυλιά παρά στα παιδιά, τόση αντίδραση είχαν. Ήταν η αγωγή τους: ʺΣκότωνε και προχώραʺ. Ναζιστές. Μεγάλωσαν με τις ιδέες του Νίτσε. Σκότωσαν τόσους ανθρώπους… Ενώ οι Ιταλοί ήταν διαφορετικοί. Σκότωσαν κι εκείνοι, αλλά είχαν άλλη αγωγή. Φώναζαν: «Πίκολο, βενέ κουα, μαντζάρε». Μικρό, έλα να σου δώσω φαγητό. Έχει μείνει αυτή η φράση.
Αλλά και οι Γερμανοί έχουν αλλάξει τώρα. Μια χρονιά, το 1995, ήρθαν παιδιά Γυμνασίου με τους καθηγητάς τους και πήγαν εκεί, στα Καλάβρυτα, στο χώρο της εκτελέσεως και κατέθεσαν στεφάνι, σαν να ζητούσαν συγγνώμη για τους προγόνους τους.
–Κυρία Ανδριάνα, εσείς ζήσατε τόσες στερήσεις… Τα παιδιά της πατρίδας μας σήμερα είναι καλομαθημένα… Έχετε να τους δώσετε κάποια συμβουλή;
Καλομαθημένα είναι, σωστά… Δεν πέρασαν από πόλεμο, δεν πέρασαν από δυσκολίες, τίποτε απ’ αυτά. Να τους πω αυτό: Ότι δεν ξέρει κανείς πώς προχωρεί η ζωή στον καθέναν και στην πατρίδα και στην οικογένεια. Γι’ αυτό, πρέπει να έχει αντίσταση! Ποια αντίσταση; Πίστη στον Θεό, αγάπη και σύμπνοια μέσα στην οικογένεια, αγάπη και στην πατρίδα.
–Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ, που ανοίξατε την καρδιά σας και μας διηγηθήκατε γεγονότα που προκαλούν πόνο, αλλά είναι τόσο διδακτικά για μας. Πολύ χρήσιμα για όλους μας. Πείρα ζωής για μικρούς και μεγάλους.
Τι ευχαριστείς, παιδί μου; Αυτή είναι η ζωή μας. Να μας ελεήσει ο Θεός.
———————–
Σημείωση Περιοδικού
Στεκόμαστε με σεβασμό απέναντι στους Καλαβρυτινούς μάρτυρες που εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς. Αλλά και απέναντι στις ηρωίδες μάνες, που μόνες, χωρίς σπίτια και τροφή, σφιχταγκαλιάζοντας τον θησαυρό της Πίστης, κατάφεραν να αναθρέψουν τα παιδιά τους και να ξαναχτίσουν την πόλη μέσα από τα ερείπια.
Θαυμάζουμε όμως και εκείνα τα ορφανά παιδιά, που μεγάλωσαν με απίστευτες στερήσεις, και με ακατάβλητη γενναιότητα και θέληση κατάφεραν να προκόψουν και να αναδειχθούν στη ζωή. Σε καταισχύνη των ανθρωποκτόνων σχεδίων του Χίτλερ και των οργάνων του, της ωμότητας και της υλοκρατίας. Οι μορφές τους, σύμβολα ανδρείας και υπομονής, μας διδάσκουν και μας εμπνέουν.
Το Περιοδικό “Πρός τή ΝΙΚΗ”
This Post Has One Comment
Σε εποχές ακραίας αποστασίας, το περιοδικό Προς την Νίκην είναι όαση πραγματική!