–Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;
–Θα γίνω «πατρή», απαντούσε ο μικρός Αλέξανδρος και εννοούσε «πατήρ», ιερέας, όπως ήταν και ο πατέρας του. Γι’ αυτό και όλοι οι γνωστοί τον έλεγαν, ο Αλέξης «ο πατρή».
Αυτός λοιπόν ο ασύχαστος, τετράχρονος σβέλτος μπόμπιρας –αδύνατο να τον κυνηγήσεις και να τον πιάσεις– με τα μαύρα πανέξυπνα γελαστά μάτια ήταν το τρίτο αγόρι της ιερατικής οικογένειας και ένα από τα αγαπημένα παιδιά του Γέροντα Ιακώβου. Και ακούστε γιατί:
Γεννήθηκε με σοβαρό πρόβλημα υγείας στο μικρό του κορμάκι. Κόντευε δύο χρονών και δεν περπατούσε.
–Ψυχοκινητική υστέρηση, είπαν οι γιατροί.
Και τα χαμόγελα πάγωσαν.
–«Γενηθήτω το θέλημά Σου», είπαν οι γονείς και ετοιμάστηκαν για το Μοναστήρι του οσίου Δαβίδ στην Εύβοια, για να πάρουν δύναμη και βοήθεια.
Ο Γέροντας Ιάκωβος τούς δέχθηκε εγκάρδια, όπως πάντα.
Μπήκαν στο Ιερό. Ο ιερέας πατέρας κρατούσε στην αγκαλιά του με δέος και άπειρη ευλάβεια τον μικρό του θησαυρό, τον άρρωστο Αλέξανδρο. Ο πατήρ Ιάκωβος προσευχόταν θερμά. Ύστερα πήρε την κάρα του οσίου Δαβίδ και σταύρωσε το παιδάκι.
Έξω η πρεσβυτέρα έχυνε δάκρυα γονατιστή μπροστά στις εικόνες και περίμενε…
Σε λίγο βγήκαν από το Ιερό… Ο μικρός τούς έφυγε από τα χέρια και άρχισε να «τρέχει» μέσα στον ναό. Από τα μάτια όλων έτρεχαν τώρα δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης για το ολοφάνερο θαύμα!
Ο μικρός Αλέξης μεγάλωνε. Τα προβλήματα της υγείας του λιγόστευαν, μέχρι που εκμηδενίστηκαν.
Η οικογένειά του συνέχισε να επισκέπτεται το Μοναστήρι συχνά. Ο Αλέξης εκεί ήταν ανεξέλεγκτος. Έτρεχε παντού, μέσα-έξω, στους διαδρόμους με τις μεγάλες πέτρες.
Με τον «πατρή» Ιάκωβο είχαν γίνει φίλοι. Ο Γέροντας είχε μια μεγάλη αγκαλιά για όλα τα παιδιά που πήγαιναν στο Μοναστήρι. Χυμούσαν πάνω του, χωρίς να τον φοβούνται. Κι εκείνος τα ευλογούσε στοργικά.
Όταν οι επισκέπτες ήταν πολλοί, έπρεπε να περιμένει κανείς πολλή ώρα για να δει τον πατέρα Ιάκωβο, εκτός… αν κρατούσε απ’ το χέρι τον Αλέξη.
–Πελίμενε… πελίμενε…, Ιπιγένεια, έλα δεν πίλησες το χέλι του παπούλη, φώναζε ο Αλέξης με αγωνία, μήπως η κυρία Ιφιγένεια, που κάποια φορά ήταν μαζί τους, δεν προλάβει να πάρει την ευχή του Γέροντα.
–Μου το φίλησε πριν, τον καθησύχασε εκείνος.
Όταν η οικογένεια του Αλέξη απέκτησε το τέταρτο παιδί, το ονόμασαν Δαβίδ από ευγνωμοσύνη στον Όσιο.
Οι δεσμοί με τον όσιο Δαβίδ και τους πατέρες του Μοναστηριού ήταν πολύ δυνατοί.
Ο Γέροντας Ιάκωβος τούς δεχόταν πάντα με άπειρη στοργή, όπως όλους.
–Τι έγινε, πρεσβυτέρα, δεν χειροτόνησες ακόμη κανένα από τα παιδιά σου; της έλεγε χαριτολογώντας.
Ο Αλέξης «ο πατρή» δεν έγινε ιερέας. Έγινε δάσκαλος και ψάλτης. Ψάλλει με την υπέροχη φωνή του τα μεγαλεία του Θεού και εργάζεται με ενθουσιασμό στο μικρό χωριό της Κρήτης που διδάσκει…
Όταν έγινε νονός, στο παιδάκι που βάφτισε έδωσε το όνομα Ιάκωβος, από αγάπη στον Γέροντα. Και όταν βρίσκει ευκαιρία, διηγείται στους μαθητές του το θαύμα του οσίου Δαβίδ, που επετέλεσε η χάρη του Θεού με τα χέρια και την ευχή του αγίου Ιακώβου Τσαλίκη.
Περαστικός
«Πρός τή ΝΙΚΗ», Νοέμβριος 2018