Σήμερα 13/9 εορτάζουν:
- Ανάμνηση των Εγκαινίων του Ιερού Ναού της Αναστάσεως
- Άγιος Κορνήλιος ο Εκατόνταρχος
- Άγιος Αριστείδης
- Προεόρτια της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού
- Άγιος Στράτων
- Άγιοι Κρονίδης, Λεόντιος και Σεραπίων
- Άγιοι Γορδιανός, Σέλευκος και Μακρόβιος
- Άγιος Ουαλέριος
- Άγιοι Λουκιανός, Ζωτικός και Ηλεί
- Άγιος Μελέτιος Πηγάς
- Όσιος Πέτρος «ὁ ἐν τὴ Ἀτρώα»
- Όσιος Ιερόθεος ο Νέος ο Ιβηρίτης
Ο Άγιος Κορνήλιος ο Εκατόνταρχος
Για τον Κορνήλιο αναφέρουν οι Πράξεις των Αποστόλων, στο δέκατο (ι’) κεφάλαιο. Ήταν ρωμαίος εκατόνταρχος, θεοφοβούμενος όμως και όχι ειδωλολάτρης. Προσήλθε στο Χριστό με την διδασκαλία του Αποστόλου Πέτρου. Κατόπιν, όπως αναφέρει η παράδοση, ο Κορνήλιος δίδαξε το Ευαγγέλιο στη Φοινίκη, Κύπρο, Αντιόχεια και Έφεσο. Τελικά, έγινε επίσκοπος Σκήψης της Μυσίας. Εκεί το έργο του Κορνηλίου ήταν καρποφόρο, χάρη στη θαρραλέα ομολογία του μεταξύ των ειδωλολατρών. Αλλά καταγγέλθηκε στον έπαρχο Δημήτριο, που τον συνέλαβε και τον πίεσε να αρνηθεί το Χριστό, αφού τον οδήγησε μέσα σε ειδωλολατρικό ναό, μπροστά σε πλήθος κόσμου. Τελικά ο Κορνήλιος όχι μόνο έμεινε σταθερός στην ομολογία του, αλλά βρήκε και την ευκαιρία να διδάξει το Ευαγγέλιο σε όλους τους παρευρισκόμενους μέσα στο ναό. Μεταξύ αυτών ήταν η σύζυγος και ο γιός του έπαρχου. Ο Κορνήλιος, λοιπόν, στράφηκε και είπε στον έπαρχο ότι η οικογένειά του δε θα πάθει κακό. Τα λόγια αυτά έβαλαν σε απορία τον έπαρχο. Πράγματι όμως, μόλις ο Κορνήλιος βγήκε από το ναό, έγινε μεγάλος σεισμός, που έριξε το ναό και έθαψε πολλούς κάτω από τα ερείπια του. Τη σύζυγο, όμως, και το γιό του έπαρχου, τους βρήκαν διά θαύματος ζωντανούς. Τότε ο έπαρχος με όλη του την οικογένεια και σχεδόν όλη την πόλη βαπτίσθηκαν χριστιανοί. Έτσι, ο Θεός αξίωσε τον πρώην εθνικό Κορνήλιο να γίνει «απόστολος και διδάσκαλος εθνών»
Οι Άγιοι Κρονίδης, Λεόντιος, Σεραπίων, Γορδιανός, Σέλευκος, Μακρόβιος, Ουαλέριος (η Ουαλεριανός), Λουκιανός, Ζωτικός και Ηλεί
Όλοι πήραν το στεφάνι της μαρτυρικής δόξας τον 4ο αιώνα μ.Χ. επί βασιλείας Λικινίου. Ο Κρονίδης, διάκονος στην Αλεξάνδρεια, ήταν πολύ μορφωμένος, ταλαντούχος διδάσκαλος με μεγάλη αρετή και ζήλο, κατά το υπόδειγμα του πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Ο Λεόντιος και ο Σεραπίων ήταν διακεκριμένοι μαθητές του, έτοιμοι όπως και ο διδάσκαλός τους να πάθουν τα πάντα για το Χριστό. Έτσι και έγινε. Κάποια μέρα, ενώ έδιναν λαμπρή απολογία για την χριστιανική πίστη μπροστά στους ειδωλολάτρες, αυτοί εκνευρισμένοι τους κακοποίησαν άγρια με πέτρες και ρόπαλα. Κατόπιν τους έδεσαν τα χέρια και τους έριξαν στη θάλασσα, όπου και παρέδωσαν τις άγιες ψυχές τους. Οι άγιοι Γορδιανός, Σέλευκος και Μακρόβιος, μαρτύρησαν στη Γαλατία. Αφού ομολόγησαν το Χριστό, οι άπιστοι τους έριξαν τροφή στα άγρια θηρία. Ο Ουαλλέριος, αδελφικός φίλος των τριών προηγουμένων μαρτύρων, απουσίαζε όταν εκείνοι μαρτύρησαν, όταν όμως επανήλθε πήγε στον τάφο τους, όπου τον αξίωσε ο Θεός να πεθάνει. Ο Στράτων παρέδωσε το πνεύμα του στη Βιθυνία, αφού του έσχισαν τα σκέλη. Τέλος, ο Λουκιανός, ο Ζωτικός και ο Ηλεί, αποκεφαλίστηκαν και πότισαν με το αίμα τους την πόλη των Τομέων με διαταγή του άρχοντα Μαξίμου.
Ο Άγιος Αριστείδης
Ήταν Αθηναίος ευπατρίδης, φιλόσοφος εξ ενδόξου αθηναικού γένους, και έζησε κατά τον Β΄ μετά Χριστόν αιώνα επί αυτοκρατορίας Αδριανού. Ο Ιερώνυμος έγραψεν εγκώμιον εξυψών αυτόν ως Ισαπόστολον. Εμυήθη την ευσέβειαν εις Χριστόν, παρά του αγίου Διονυσίου και του αγίου Ιεροθέου. Έγραψεν εις τον Αδριανόν απολογίαν υπέρ των διωκωμένων Χριστιανών. Εδιώχθη και επειδή έλειπεν ο Αδριανός μετέβη εις την Ρώμην και απηλογήθη. Κατόπιν μετεφέρθη εις Αθήνας όπου εμαρτύρησεν, κρεμασθείς εις την κοίλην της αγοράς των Αθηνών, την 13ην Σεπτεμβρίου του 120 μ.Χ. κατά το παλαιόν συναξάριον, το οποίον μετεφράσθη εις τα λατινικά παρά του Ιερωνύμου.
Ο Άγιος Μέλετος ο Πηγάς
Υπήρξε πατριάρχης Αλεξανδρείας (1590-1601). Μεγάλη εκκλησιαστική προσωπικότητα του 16ου αιώνα, χρημάτισε και τοποτηρητής του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε χαλεπούς καιρούς (1597-1598). Γεννήθηκε το 1549 στον Χάνδακα της Κρήτης από ευκατάστατη και ευσεβή οικογένεια, έλαβε αξιόλογη εγκύκλιο μόρφωση και συνέχισε τις ανώτερες σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Παταβίου. Μετά την επιστροφή του, ασπάστηκε τον μοναχικό βίο στη μονή Αγκαράθου της Κρήτης, στην οποία ηγούμενος ήταν ο μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας Σίλβεστρος (1566-1590). Ως ηγούμενος της μονής Αγκαράθου μετά την αποχώρηση του Σιλβέστρου, αγωνίστηκε με ζήλο εναντίον της λατινικής προπαγάνδας. Σύντομα αναφέρεται ως κληρικός και πρωτοσύγκελλος του πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Μετά τον θάνατο του Σιλβέστρου, χειροτονήθηκε πατριάρχης Αλεξανδρείας από τον πατριάρχη Αντιοχείας Ιωακείμ (5 Αυγούστου 1590). Αγωνίστηκε με μεγάλο ενδιαφέρον για τις ορθόδοξες σχέσεις και τα διεκκλησιαστικά προβλήματα. Περιόρισε τα χρέη του πατριαρχείου, ανοικοδόμησε με την συνδρομή και του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Ιερεμία νέο πατριαρχικό οίκο και έλυσε πολλά από τα πιεστικά προβλήματα του πατριαρχείου, ως τον πρόωρο θάνατό του σε ηλικία 52 ετών (1601).