Πήρε την απόφαση, θα ακολουθήσει μαζί τους. «Παππού, εμείς θα πάμε. Πόσο και τι να περιμένουμε ακόμα»; Ο καιρός είχε περάσει, 31 χρόνια δεν είναι λίγα. Τα είχαν αφήσει όλα εκεί. Σπίτια, υποστατικά, τη ζωή τους, μα κυρίως πρόσωπα αγαπημένα. Ντύθηκε και ψιθύρισε, «Παναγία μου, βάλε τη δύναμή σου»… Παραμονή της χάρης Της έγινε το κακό…
Στις πρώτες σειρήνες του πολέμου, 20 του Ιούλη, το περίμενε και το ᾿λεγε στους φίλους «πως τα πράγματα δεν πάνε καλά και ο Τούρκος θα μπει», αλλά δεν πίστευε στο μέγεθος της καταστροφής*. Μπήκανε από την Κερύνεια, έσφαξαν, έκαψαν, λεηλάτησαν. Έφτασε ο στρατός μέχρι τη Λευκωσία. Δύο μέρες κράτησε κι έγινε η ανακωχή, γιατί είπανε, τα υπόλοιπα θα τα βρούνε στα χαρτιά. Μα όταν μπει ο στρατός και υπάρχει διχόνοια, ο πόλεμος δεν σταματά. 14 Αυγούστου, στη δεύτερη φάση της εισβολής χτυπήθηκε η Καρπασία με τον Απόστολο Ανδρέα και η αγαπημένη τους Αμμόχωστος. Τους είπαν να φύγουν όπως όπως, χωρίς να πάρουν τίποτε, για ασφάλεια και σύντομα θα ξαναγυρίσουν. Βομβαρδισμοί, αιχμαλωσία, θάνατος και ξεριζωμός… Πήγαν πρόσφυγες στην Πάφο, μαζί με όσους σώθηκαν. Πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους την πατρίδα, μα δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Άρχισαν να ξανακτίζουν τη ζωή τους απ’ την άλλη πλευρά, σε σπίτια προσφυγικά. Τους πρώτους μήνες πήγαινε και αγνάντευε στην πράσινη γραμμή**. Με τα κιάλια ξεχώριζε το σπίτι, τον κήπο και τα δέντρα. Μαραίνονταν κι αυτά μαζί με εκείνον, «είχαν μείνει άποτα τόσον καιρό», έλεγε. Ο χρόνος πέρασε και η ζωή συνεχίστηκε. Μα η μνήμη έμεινε…
31 χρόνια μετά δεν είναι λίγα, σκέφτηκε, μπαίνοντας στο αυτοκίνητο μαζί με τα δυo του εγγόνια. Δεν είπαν σε κανέναν τίποτα. Πριν δύο χρόνια άνοιξαν τα σύνορα στην πράσινη γραμμή και μπορούν για μία μέρα να περάσουν απέναντι, να δουν όσα άφησαν***. Έκλεισε τα μάτια μέχρι να φτάσουν και περπάτησε τον ίδιο δρόμο του σπιτιού του, όπως παλιά, ανάμεσα στις πορτοκαλιές. Μακριά ν’ αχνοφαίνεται η πόρτα με το γιασεμί και το αγιόκλημα. Δεξιά η κληματαριά γεμάτη σταφύλια κι αριστερά το κτήμα με τις λεμονιές και τις πορτοκαλιές. Καταπράσινα όλα μέχρι τη θάλασσα.
Στα σύνορα τούς σταμάτησαν. Κράτησαν το όνομα και έβαλαν κόκκινη σφραγίδα στο χαρτί εισόδου που τους έδωσαν, όπως κι η πληγή που άφησαν τα χρόνια. «Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου», έγραφε με μεγάλα γράμματα. Αναστέναξε. «Αχ, Αμμόχωστος»… «Ας φτάσω κι ας πεθάνω», είπε. Αναμνήσεις, λόγια, πρόσωπα, στιγμές, όλα μαζί ξαναγύρισαν.
Κι έφτασαν. Μία στροφή ακόμα. Μα η εικόνα σβήστηκε. Όλα οικεία, μα τίποτα όπως παλιά. Τα δέντρα ξεριζωμένα, η πόρτα παλιά ξεθωριασμένη και φυσούσε ένας αγέρας ζεστός, που σου έκοβε την ανάσα. Κανείς τους δεν μίλαγε. Μηχανικά τα πόδια έφτασαν ως την είσοδο και κτύπησαν την πόρτα. Εκείνος μπροστά, τα δυo εγγόνια πιο πίσω. Βήματα ακούστηκαν ως τα εκεί. Μία γυναίκα άγνωστη άνοιξε, «Burada ne ister misiniz?», έπεσαν οι λέξεις βαριά στην ψυχή του. Μ’ ένα βλέμμα τ’ αγκάλιασε όλα. Τα παραθυρόφυλλα, τον παλιό μπουφέ, την τραπεζαρία. Η εικόνα που έβλεπε κάθε βράδυ, καθώς έκλεινε τα μάτια, ήταν μπροστά του. Ήξερε τη θέση απ’ το καθετί. Έψαξε τις φωτογραφίες, μόνο εκείνες έλειπαν… «Burada ne ister misiniz?». Ακούστηκε η φωνή πιο επίμονα. «Την ψυχή μου, την άφησα εδώ και την ψάχνω…», ψιθύρισε. «Iyi misiniz?», μαλάκωσε η γυναικεία φωνή. «Κάποτε…», ξεκίνησε να λέει, μα σταμάτησε. Κάποτε έμενε εκεί, έζησε εκεί, μεγάλωσε εκεί… Δεν φανταζόταν τη ζωή του αλλού. Ήταν η γη του, η πατρίδα του, ο πιο όμορφος τόπος του κόσμου.
Δεν ξαναμίλησε εκείνη τη μέρα. Τα εγγόνια εξήγησαν στη γυναίκα πως πριν 31 χρόνια το σπίτι ανήκε στον παππού και είχαν έρθει για να τους γνωρίσει τον τόπο. Εκείνη εξήγησε πως τους έφεραν με την οικογένειά της από τα Άδανα της Τουρκίας και τους έδωσαν το σπίτι αυτό να μένουν τα τελευταία 25 χρόνια. Τους τράταρε κάτι και τους είπε πως, όποτε θέλουν, μπορούν να την επισκέπτονται, να πίνουν καφέ και να τα λένε… Ο χρόνος τελείωσε και γύρισαν πάλι στην άλλη πλευρά. Και μόνο σαν πέρασαν εκείνο το βράδυ τα σύνορά της κομματιασμένης πατρίδας, ο παππούς ψιθύρισε «να ξαναγυρίσετε, μην ξεχάσετε…».
………………………………………………………
* Εισβολή στην Κύπρο (1974): Ονομάστηκε η εισβολή του τουρκικού στρατού στην Κύπρο με την κωδική ονομασία «Αττίλας», η οποία ξεκίνησε την αυγή της 20ής Ιουλίου 1974, με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις. Η Τουρκία υποστήριξε ότι δεν επρόκειτο για εισβολή, αλλά για «ειρηνική επέμβαση», με σκοπό την επαναφορά της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο, που είχε καταλυθεί από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου (15 Ιουλίου 1974). Διήρκεσε 28 ημέρες και προκάλεσε τη διχοτόμηση του νησιού, έχοντας ως αποτέλεσμα την παράνομη κατοχή του 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας από τους Τούρκους έως σήμερα.
** Πράσινη γραμμή: Η διαχωριστική γραμμή που από το 1974 διαχωρίζει τις ελεύθερες από τις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου. Ονομάζεται επίσης Νεκρή ζώνη και Γραμμή κατάπαυσης του πυρός. Ελέγχεται από τους άνδρες των Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.), οι οποίοι φροντίζουν για τη διατήρηση της ομαλότητας στην περιοχή. Η «Πράσινη Γραμμή» χωρίζει και τη Λευκωσία σε δύο τομείς, καθιστώντας την σήμερα τη μόνη διαιρεμένη πρωτεύουσα στον κόσμο. Εκτείνεται πλέον σε μήκος 300 χλμ. και χωρίζει το νότιο από το βόρειο μέρος του νησιού, στο οποίο έχει δημιουργηθεί ένα μη αναγνωρισμένο κράτος
*** Άνοιγμα συνόρων στην Κύπρο: Από το 2003 η λεγόμενη “κυβέρνηση” των Τουρκοκυπρίων αποφάσισε να επιτρέψει τη διέλευση προς τα Κατεχόμενα και έχει ανοίξει στην πράσινη γραμμή σημεία διέλευσης. Για τη διέλευση απαιτούνταν έως το 2015 επίδειξη διαβατηρίου. Σήμερα έχουν αυξηθεί τα σημεία διέλευσης. Σε αυτά οι επισκέπτες περνούν χωρίς την επίδειξη διαβατηρίου, πληρώνοντας ένα ποσό για την ασφάλιση του αυτοκινήτου τους στα κατεχόμενα, για όσο διάστημα παραμείνουν σε αυτά.
Burada ne ister misiniz?: Τι θέλετε εδώ;
Iyi misiniz?: Είστε καλά;
Ιουλιανή
«Πρός τή ΝΙΚΗ», Ιούλιος 2017