Οι ρίζες μου είναι ποντιακές. Όταν ήμουν μικρότερη, απέφευγα να το ομολογήσω, γιατί άκουγα να διαδίδονται ανέκδοτα που παρουσίαζαν τους Πόντιους ως ανθρώπους με μειωμένη νοημοσύνη. Αυτοί που τα διέδιδαν σαν να κρυφοκαμάρωναν κιόλας για τη δική τους εξυπνάδα.
Κι εγώ ζάρωνα.
Όμως, μεγάλωσα. Έψαξα τις ρίζες μου και ρούφηξα την ιστορία των προγόνων μου. Και άρχισα κι εγώ να καμαρώνω, γιατί κατάγομαι από τους ακρίτες αυτούς της φυλής μας, που έχουν κλείσει σχεδόν 3.000 χρόνια ελληνισμού. Από αυτούς που, ενώ είχαν αλωθεί από τους Τούρκους πολιτικά από το 1461, διατήρησαν όμως την πίστη, τις παραδόσεις και μαζί την έφεσή τους για μάθηση. Εργατικοί και φιλοπρόοδοι, έδωσαν ώθηση στις τέχνες και τις επιστήμες και ανύψωσαν το βιοτικό επίπεδο της Ελλάδας.
Οι Πόντιοι είναι λαός έξυπνος και θυμόσοφος. Το δείχνουν οι παραδόσεις τους. Τα αυθεντικά ανέκδοτα που είναι γραμμένα στην ποντιακή διάλεκτο φανερώνουν το χιούμορ, την απλότητα αλλά και την εξυπνάδα της φυλής. Βέβαια, ο λαός του Πόντου αυτοσαρκάζεται. Αλλά ο αυτοσαρκασμός κάθε άλλο παρά έλλειψη νοημοσύνης δείχνει. Έτσι λοιπόν, τα γνήσια ποντιακά καθόλου δεν μοιάζουν με τα σημερινά «ρατσιστικά» ανέκδοτα, που διαδίδουν κάποιοι Έλληνες, για να χτυπήσουν τους …καθαρόαιμους Έλληνες!… Θα το διαπιστώσετε σε λίγο μόνοι σας.
Αλλά προτού σάς γράψω τα ανέκδοτα, θέλω να μάθετε κι εσείς να μιλάτε ποντιακά!
Ναι! Πιστέψτε το και βάλτε τα δυνατά σας!
- Θα μάθετε τους κανόνες μιας διαλέκτου που προήλθε από την ελληνιστική κοινή, αλλά το υπόστρωμά της ήταν η αρχαία Ιωνική. Αφού Ιωνικές αποικίες ήταν οι περισσότερες πόλεις του Πόντου.
Γι’ αυτό, μην παραξενευτείτε, όταν θα δείτε να διατηρείται το Ιωνικό σ αντί για το τ.
- Θα πούμε π.χ. σεύτελον αντί τεύτλον.
Επίσης, διατηρείται η προφορά του Ιωνικού η ως ε.
- Θα πούμε πεγάδιν αντί πηγάδι, εκείνε αντί εκείνη, έτον αντί ήτο, εμέτερον αντί ημέτερον.
Προσοχή! Το Ιωνικό κι αποδίδει την άρνηση δεν (ουχί = ουκί >κι).
- Έτσι, το ’κί θέλω σημαίνει δεν θέλω.
Κάποιες λέξεις προφέρονται χωρίς συνίζηση.
- Θα πούμε καρδία αντί καρδιά, λαλία αντί λαλιά, χωρίον αντί χωριό.
Διατηρούνται αρχαίες καταλήξεις ονομάτων:
Λέμε π.χ. άλαλος, άδολος, έμορφος και όχι άλαλη, άδολη, όμορφη.
- Αγριέσσα είναι η άγρια, ενώ ολίγισσα είναι η ολίγη.
Στα ποντιακά είναι πολύ αγαπητό το τελικό ν.
- Έτσι, το παιδίν πίνει το γάλαν του ή τρώει ξύλον!
Ακόμη, δεν ξεχνούμε τις αρχαίες κτητικές αντωνυμίες.
- Τ’ εμόν, ‘ σόν, τ’ εμέτερον (= το δικό μου, το δικό σου, το δικό μας).
Καταλήξεις αρχαιότροπες υπάρχουν και στα ρήματα:
Το ανακατώνομαι το λέμε ανακατούμαι, το απλώνομαι απλούμαι.
Τις προστακτικές γράψε και ποίησε (κάνε) θα τις ακούσετε γράψον και ποίσον.
Το φανερώσου θα το πούμε φανερού.
Και τα εγεννέθα, εγαπέθα σημαίνουν γεννήθηκα, αγαπήθηκα.
- Προπαντός, μη γελάσετε, αν ακούσετε πως λέγω σε και κρούω σε ( = σου λέω, σε χτυπώ ). (Οι προσωπικές αντωνυμίες, όταν είναι αντικείμενα στο ρήμα, μπαίνουν μετά από αυτό).
- Τέλος, υπάρχουν ιδιορρυθμίες και στις πτώσεις:
Τα χορόντας σημαίνει τους χορούς, τας αυλάς σημαίνει τις αυλές.
Θα κλίνουμε: ο κόσμον ‒ τι κόσμονος (= ο κόσμος ‒ του κόσμου ), ο νέον ‒ τι νέονος (= ο νέος ‒ του νέου).
Και τώρα, είμαστε πανέτοιμοι να πούμε τα ποντιακά ανέκδοτα!
‒Έσετε καλόν κλίμαν σο χωρίον εσουν;
‒Πολλά καλόν! Απές σα πέντε χρόναι επέθανεν ένας μονάχα, ο γιατρόν.
‒Και α σο ντο επέθανεν;
‒Α σην πείναν, νομίζω…
(‒Έχετε καλό κλίμα στο χωριό σας;
‒Πολύ καλό! Μέσα στα πέντε χρόνια πέθανε ένας μονάχα, ο γιατρός.
‒Και από τι πέθανε;
‒Από την πείνα, νομίζω…)
Το δεύτερο τώρα θα σας φανεί ευκολότερο:
Η μάνα τι Γιωρίκα:
‒Γιωρίκα, πουλόπο μ’, μ’ εφτᾶς αταξίας οσήμερον, γιατί κι πρεπ να κρούγω σε, γιατί εν η εορτή σ’.
‒Εξέρα το, μάνα, για τατό κι φογούμαι!
(Η μάνα του Γιωρίκα:
‒Γιωρίκα, πουλάκι μου, μην κάνεις αταξίες σήμερα, γιατί δεν πρέπει να σε χτυπήσω, γιατί είναι η γιορτή σου.
‒Το ήξερα, μάνα, γι’ αυτό δεν φοβάμαι!).
* * *
Ποντιακό χιούμορ, παραδοσιακό, ελληνικό. Γραμμένο σε γλώσσα που θυμίζει Όμηρο!
Τι τα θέλετε; Πεθύμησα την πατρίδα! «Το Πόντο ερωθύμεσα…».
Ταλαιπωρημένη πατρίδα! Το δράμα της δεν τέλειωσε ακόμη. Γιατί κάθε φορά που δεν αποκαλούμε Έλληνες αλλά Ρωσοπόντιους και Ρωσοέλληνες μια μερίδα Πόντιων επαναπατρισμένων, ανοίγουμε την πληγή τους.
Κλείνω στην ψυχή μου την αλησμόνητη πατρίδα. Και σε όσους έχουν κάποια ποντιακή ρίζα, αλλά και σε όσους αγαπούν τους ακρίτες της ελληνικής φυλής αφιερώνω το τραγούδι:
Το Πόντο ερωθύμεσα
τι πατρίδας το χώμα.
Ατόσα χρόνε εδέβανε
κι ενέσπαλα ακόμα.
Πατρίδα μ’ ξαν’ πατρίδα μ’
άλλο εσέν ξάει κι είδα.
Ας επάτνα τα χώματα σ’
κι εκεί την ψυ μ’ εφήνα.
αρωθυμώ = επιθυμώ
δαβαίνω = προσπερνώ
ανασπάλω = ξεχνώ
ξάει = καθόλου
ψυ = ψυχή
Νεφέλη
«Πρός τή ΝΙΚΗ», Μάιος 2009