Ήταν μικρούλης, βρώμικος, περίπου ξυπόλητος, με δυο μπλούζες με απροσδιόριστο χρώμα, τη μία πάνω στην άλλη, και είχε σφιγμένο το φαρδύ του παντελόνι μ’ ένα σκοινί. Το κεφαλάκι του κουρεμένο, γεμάτο σημάδια από ουλές παλιές και καινούργιες.
Τον είδε η κυρία Ζάχου το πρωί έκπληκτη, να τρέχει δίπλα στους μεγάλους της Γ΄, στη Γυμναστική. Στο διάλειμμα καθισμένος στο παγκάκι έτρωγε τυρόπιτα, κερασμένη, και κουβέντιαζε φιλικά με τα παιδιά. Τους γνώρισε στην πλατεία που έκαναν σκέιτ.
Την άλλη μέρα το πρωί, νάτος πάλι, παρών στη γραμμή δίπλα στους μεγάλους του φίλους στην πρωινή προσευχή∙ σοβαρός, όπως το απαιτούσε η ώρα. Στο τέλος χαιρετήθηκαν με γροθιές, τα παιδιά πήγαν στις αίθουσες και ο Δημήτρης στο κυλικείο για το κερασμένο milko.
Στο διάλειμμα τον αναζήτησαν. Πουθενά! Προς το μεσημέρι εμφανίστηκε μεταμορφωμένος. Με καθαρή φόρμα, κανονικά αθλητικά παπούτσια, γυαλιστερό μουτράκι και μοσχοβολούσε αφρόλουτρο!
–Εκείνη η ψηλή με τα μοβ μαλλιά… πώς τη λένε… με πήγε σπίτι της και η κυρία… πώς τη λένε… η μαμά της…, προσπαθούσε να εξηγήσει στα παιδιά, που τον κοίταζαν με στόμα ανοιχτό.
–Η Γαβριέλα…! είπαν, αν είναι δυνατόν!… και άνοιξαν πιο πολύ στόμα και μάτια.
Η Γαβριέλα, που ήταν ένας διαρκής μπελάς για τους καθηγητές, είχε έναν αδελφό στην ηλικία του Δημήτρη και μια μαμά με μεγάλη αγκαλιά. Γι’ αυτό, τους πρόλαβε όλους στην έμπρακτη αγάπη!
Ο Δημήτρης γρήγορα έγινε δημοφιλής στην αυλή του σχολείου. Τον κάλεσαν και στο γραφείο! Ένιωσε ζεστασιά κι εμπιστοσύνη και άρχισε σιγά-σιγά να ξετυλίγει το κουβάρι της μικρής πονεμένης ζωούλας του ο δεκάχρονος φιλοξενούμενος.
Το όνομά του Αμέτ, αλλά ήθελε να τον λένε Δημήτρη. Η μητέρα του άρρωστη, ο πατέρας αλκοολικός, δυο μεγαλύτερα αδέλφια του στη φυλακή για ναρκωτικά. Ο ίδιος και η οχτάχρονη αδελφούλα του ζητιάνευαν στους δρόμους. Αν μάζευαν λίγα χρήματα, έτρωγαν ξύλο. Μπήκε λοιπόν στο τρένο κι έφυγε… από την πόλη τους. Κατέβηκε σ’ ένα μεγάλο σταθμό νομίζοντας πως είναι η Αθήνα…
–Θα με μάθεις να γράφω και να διαβάζω; είπε παρακαλεστικά στην κ. Ζάχου.
Και άρχισε να μαθαίνει το όνομά του.
–Θα πεις στον Δήμαρχο να βάλει μια πόρτα στο ξύλινο σπιτάκι στο πάρκο και να κοιμάμαι εκεί; ζήτησε από την Υποδιευθύντρια.
–Θα δούμε, μπορεί να βρεθεί κάτι καλύτερο.
Οι δυο κυρίες έκαναν τις απαραίτητες ενέργειες. Ενημερώθηκαν οι κοινωνικές υπηρεσίες και τον ανέλαβαν. Τον έστειλαν πίσω…
Σε δυό μέρες ο Αμέτ ήταν πάλι στην αυλή του σχολείου, πεινασμένος, αμίλητος, με τα ματάκια του να στάζουν θλίψη. Τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά! Νέα κινητοποίηση! Φιλοξενήθηκε για λίγο στο Κέντρο Παιδικής Μέριμνας της πόλης, για να έχει την ευθύνη του ένας επίσημος φορέας. Τα πρωινά ερχόταν στο σχολείο. Κάθε μέρα τον περίμεναν χαμόγελα και αγκαλιές. Συχνά γινόταν το κεντρικό θέμα των συζητήσεων στις τάξεις.
Μια γλυκιά καλοσύνη είχε απλωθεί σε όλους, μαθητές και καθηγητές. Σαν να σήμανε ένας συναγερμός στοργής, που ξύπνησε ξεχασμένα συναισθήματα στις καρδιές και ξεσήκωσε τις σιωπηλές συνειδήσεις.
Ένιωθαν ευθύνη για τον δεκάχρονο «μαθητή». Τον προστάτευαν, προσπαθούσαν να τον κάνουν να γελάσει, του αγόραζαν σοκολάτες και πρόσεχαν να μη βρίζουν μπροστά του. Οι αγαπημένοι του βέβαια ήταν ο Βασίλης ο σκεϊτάς και η παρέα, τους οποίους φιλοδοξούσε κάποτε να συναγωνισθεί με τα… δικά του πατίνια.
Ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες και ο Δημήτρης-Αμέτ έφυγε με την κοινωνική λειτουργό για το φιλόξενο ίδρυμα στην πόλη του. Τον φόρτωσαν με ρούχα, παιχνίδια, μπισκότα, σοκολάτες, συμβουλές και υποσχέσεις!!!
Ο Αμέτ τα κατάφερε, με πολλή προσπάθεια, να προσαρμοσθεί στο ίδρυμα και να προχωρήσει στο σχολείο. Όταν τον επισκέφθηκε η κ. Ζάχου, έβγαλε ένα χαρτί τσαλακωμένο και έγραψε με τρεμουλιαστά γράμματα:
«ΣΑΣ ΑΓΑΠΩ ΠΟΛΥ
ΑΜΕΤ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ»
Έβγαλε και όσες καραμέλες είχε στις τσέπες του.
–Να τις δώσεις στα παιδιά, είπε. Την άλλη φορά, άμα έχω, θα τους στείλω σοκολάτες… Να σε ρωτήσω κάτι; Άμα …πλένομαι κάθε μέρα με σαπούνι… θα ασπρίσω;
–Το χρώμα δεν έχει σημασία… Άμα έχει κανείς καθαρή την ψυχή του, το πρόσωπο λάμπει!
Τον άλλο χειμώνα ο Δημήτρης τούς έστειλε φωτογραφίες από τη βάφτισή του με κατάλευκο πουκάμισο και γραβάτα. Και άλλες, ντυμένος παπαδάκι, να κρατάει τον Σταυρό.
Πέρασε ο καιρός. Ο Αμέτ, που τώρα τον έλεγαν και επίσημα Δημήτρη, μεγάλωνε και προόδευε. Δούλευε και στο ξυλουργείο του ιδρύματος και μάθαινε ξυλογλυπτική.
Η τελευταία κάρτα που έλαβαν έγραφε με κανονικά γράμματα:
«Δεν θα σας ξεχάσω ποτέ!
Ούτε και σεις να με ξεχάσετε…
Δημήτρης».
Περαστικός
«Πρός τή ΝΙΚΗ», Μάιος 2017