20 Μαρτίου
Ἑορταζόμενοι ἅγιοι
● Οἱ Ὅσιοι (44 κατὰ τὴν παράδοση) ἀναιρεθέντες Ἀββάδες τῆς Μονῆς Ἁγίου Σάββα
● Οἱ Ἁγίες Ἀλεξανδρία, Κλαυδία, Εὐφρασία, Ματρώνα, Ἰουλιανή, Εὐφηµία καὶ Θεοδώρα (κατ΄ ἄλλους Θεοδοσία), ποὺ µαρτύρησαν στὴν Ἀµισὸ τῆς Καππαδοκίας
● Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁµολογητής, ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος
● Ὁ Ἅγιος Ῥοδιανός
● Ὁ Ἅγιος Ἀκύλας ὁ Ἔπαρχος
● Ὁ Ἅγιος Λολλίων ἢ Δολλίων
● Ὁ Ἅγιος Ἐµµανουήλ
● Ὁ Ἅγιος Σεϊµβλᾶς
● Ὁ Ἅγιος Μύρων ὁ Κρητικός, νεοµάρτυρας
● Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος (Ῥῶσος)
Περισσότερα στοιχεῖα
ΟἱὍσιοι (44 κατὰ τὴν παράδοση) ἀναιρεθέντες Ἀββάδες τῆς Μονῆς Ἁγίου Σάββα
Ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα βρίσκεται στὴν Ἱερουσαλήµ. Στὰ χρόνια του Ἡρακλείου (620- 641), ἐπέδραµαν σ΄ αὐτὴ βάρβαροι Ἄραβες, διότι νόµιζαν ὅτι ἡ Μονὴ εἶχε πολλοὺς θησαυρούς. Ὅµως, διαψεύσθηκαν. Οἱ µοναχοὶ τὸ µόνο πλοῦτο ποὺ εἶχαν, ἦταν οἱ ἀρετές τους. Ἡ συντήρησή τους ἦταν λιτὴ καὶ γινόταν µὲ τὸν ἱδρώτα τοῦ προσώπου τους. Οἱ ἐπιδροµεῖς, ὅταν διαπίστωσαν ὅτι δὲν ὑπῆρχαν λάφυρα στὸ µοναστήρι, ἐκνευρίστηκαν πολὺ κατὰ τῶν µοναχῶν. Καὶ ἀφοῦ τοὺς συγκέντρωσαν, τοὺς εἶπαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους στὸ Χριστό. Ἐπειδή, ὅµως, κανένας δὲν δέχθηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του, ἀποφάσισαν νὰ τοὺς σκοτώσουν. Ἔτσι, ἄλλους ἀποκεφάλισαν, ἄλλους ἔσχισαν στὴ µέση, ἄλλους ἔκοψαν σὲ πολλὰ κοµµάτια καὶ ἄλλους κάρφωσαν µὲ τὰ ξίφη τους. Μ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο, οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ πατέρες, ποὺ µέχρι τέλους κράτησαν σταθερὴ τὴν πίστη τους, πῆραν τὸ δρόµο γιὰ τὴν αἰωνιότητα, κοντὰ στὸ Χριστό. Ἀλλ΄αὐτὴ ἡ µεγάλη πίστη τῶν µοναχῶν δίνει ἀφορµὴ νὰ θυµηθοῦµε τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι «ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται», ὁ δίκαιος, δηλαδή, θὰ ζήσει καὶ θὰ σωθεῖ διὰ τῆς πίστεως. (Ἡ µνήµη τῶν ὁσιοµαρτύρων αὐτῶν ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 16η Μαΐου).
ΟἱἉγίες Ἀλεξανδρία, Κλαυδία, Εὐφρασία, Ματρώνα, Ἰουλιανή, Εὐφηµία καὶ Θεοδώρα (κατ΄ ἄλλους Θεοδοσία), ποὺ µαρτύρησαν στὴν Ἀµισὸ τῆς Καππαδοκίας
Ἔζησαν στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ, ὅταν ὁ διωγµὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν συµπεριέλαβε καὶ τὴν Ἀµισὸ τῆς Καππαδοκίας. Μπροστὰ στὸ πλῆθος τῶν θυµάτων τῆς εἰδωλολατρικῆς τυραννίας οἱ ἑπτὰ αὐτὲς γυναῖκες, ἀγανακτισµένες γιὰ τὴν βαρβαρότητα τῶν εἰδωλολατρῶν, παρουσιάστηκαν στὸν ἔπαρχο καὶ διαµαρτυρήθηκαν γιὰ τοὺς συνεχεῖς βασανισµοὺς καὶ θανάτους. Ἡ ἐνέργειά τους αὐτή, τὶς ὁδήγησε στὸ κριτήριο. Ἀλλὰ καὶ µπροστὰ στὸν βέβαιο κίνδυνο, διατήρησαν ὅλη τὴν εὐσεβὴ φλόγα τους. Ἡ ὁµολογία τοῦ Χριστοῦ ἀκούστηκε ἀπὸ τὰ στόµατά τους ἐπανειληµµένη, συχνή, θαῤῥαλέα, σταθερή. Τότε τὶς µαστίγωσαν, ἔσχισαν ἔπειτα τὶς σάρκες τους καὶ στὸ τέλος τὶς ἔριξαν µέσα στὸ καµίνι καὶ τὶς ἔκαψαν ζωντανές.
ὉὍσιος Νικήτας ὁὉµολογητής, ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος
Ὁ ἀθλητὴς αὐτὸς τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἔζησε στὰ χρόνια τῶν εἰκονοµάχων. Ἡ εὐσέβεια καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρετές του, τὸν ἔφεραν στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ἀπολλωνιάδος, πόλης τῆς Βιθυνίας, ποὺ ὑπαγόταν στὴ Μητρόπολη Νικοµήδειας. Ἀκριβὴς γνώστης τῶν ἁγίων Γραφῶν, διδάσκαλος καὶ κήρυκας εὔγλωττος καὶ πρακτικότατος, διακρινόταν καὶ γιὰ τὴν ἄκρα ἀφιλοκέρδεια καὶ τὰ φιλάνθρωπα ἔργα του. Ἡ θύελλα τῶν εἰκονοµάχων, ζήτησε νὰ τὸν παρασύρει στὸ κίνηµά της κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Γιὰ τὴν ἄρνησή του καταδιώχθηκε καὶ ἐξορίστηκε, ὑποβλήθηκε δὲ καὶ σὲ πολλὲς ταλαιπωρίες καὶ κακουχίες. Ἀσθένησε ὅµως βαρειὰ καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸ Θεό, ἀφοῦ ἀξιώθηκε νὰ πάρει τὸ τίµιο στεφάνι τοῦ ὁµολογητῆ καὶ τῆς παντοτινῆς µνήµης ἀπὸ µέρους τῆς ἁγίας µας Ἐκκλησίας.
ὉἍγιος Ῥοδιανός
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
ὉἍγιος Ἀκύλας ὁἜπαρχος
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
ὉἍγιος Λολλίων ἢ Δολλίων
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν χτύπησαν µὲ γροθιὲς µέχρι θανάτου. Δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶναι ὁ ἴδιος Ἅγιος µ΄ αὐτὸν τῆς 15ης Ἰουλίου, ποὺ ἀναφέρεται ὡς Λολλιανός.
ὉἍγιος Ἐµµανουήλ
Μαρτύρησε διὰ ξίφους. Ἴσως εἶναι ὁ ἴδιος µε αὐτὸν τῆς 26ης Μαρτίου, ποὺ φέρεται ὡς Μανουήλ. Ἀπὸ ὁρισµένα Ἁγιολόγια, περιττῶς ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 27η Μαρτίου ἡ µνήµη του.
ὉἍγιος Σεϊµβλᾶς
Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται ἐπιγραµµατικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασµατάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας» 1959, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ µνήµη τ
ου.
ὉἍγιος Μύρων ὁ Κρητικός, νεοµάρτυρας
Καταγόταν ἀπὸ τὸ Μεγάλο Κάστρο τῆς Κρήτης (σηµερινὸ Ἡράκλειο). Γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ εὐγενεῖς γονεῖς, ὁ πατέρας του ὀνοµαζόταν Δηµήτριος, ὁ δὲ ἴδιος ἦταν πολὺ σεµνός, φρόνιµος καὶ ἀγαποῦσε ὑπερβολικὰ τὴν παρθενία. Ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ ῥάφτη καὶ ἐπειδὴ ἦταν πολὺ εὐσυνείδητος ἐπαγγελµατίας, οἱ φθονεροὶ Τοῦρκοι τὸν συκοφάντησαν, ὅτι δῆθεν ἀποπλάνησε µία τουρκοπούλα. Ὅταν ὁδηγήθηκε στὸ κριτήριο, ἀπολογούµενος ἀπέῤῥιψε τὴν συκοφαντία, ἀλλὰ τοῦ ἐτέθη τὸ δίληµµα τοῦ ἐξισλαµισµοῦ ἢ τοῦ θανάτου. Ὁ µάρτυρας ἀποκρίθηκε ὅτι ὄχι µόνο δὲν ἀρνεῖται τὸν Χριστό, ἀλλὰ εἶναι ἕτοιµος καὶ νὰ πεθάνει γι᾿ Αὐτόν. Τότε τὸν βασάνισαν σκληρὰ καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Ὅταν καὶ πάλι ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, ὁ Μύρων ὁµολόγησε γιὰ δεύτερη φορὰ, σταθερά, τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ὅταν τὸν ὁδηγοῦσαν στὸν τόπο τῆς καταδίκης, ὁ µάρτυρας µὲ τὴν ἄδεια τῶν δηµίων του, πλησίασε τὸν πατέρα του, ποὺ παρακολουθοῦσε τὸ µαρτύριο, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὰ φίλησε. Ἔπειτα πῆρε τὴν εὐχή του καὶ τράβηξε γιὰ τὸ µαρτύριο. Μετὰ ἀπὸ λίγο, δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου µὲ ἀγχόνη, τὸ ἔτος 1793.
ὉὍσιος Εὐφρόσυνος (Ῥῶσος)